Όσοι πιστεύετε ότι οι IRON MAIDEN είναι μονάχα οπαδιλίκι, καπνογόνα, και γηπεδικές ιαχές πλανάσθε πλάνην οικτράν. Για να μην καείτε λοιπόν στις φωτιές της κόλασης, ιδού ένας κατάλογος για το πως το heavy metal τους μπολιάστηκε με ποίηση του 19ου αιώνα, με Edgar Allan Poe, με σκληρό μεταπολεμικό λογοτεχνικό μοντερνισμό –με βαρβάτη λογοτεχνία βρε αδερφέ!
Αρκετά πρόσφατα, σε μία από τις μεταμεσονύκτιες συζητήσεις κοινωνικών δικτύων, στις οποίες αρέσκομαι τους τελευταίους μήνες –επειδή είμαι καμένος και γουστάρω τα like, τα comments και τα κόντρα comments-, συζητώντας με άλλη μία σεσημασμένη φάτσα στις πιάτσες της facebook πρέζας, τον Κωστάκη τον Σπιράλ, εκείνος είπε/έγραψε μια μεγάλη αλήθεια: «το heavy metal είναι πρώτα από όλα αφήγηση» –ή τουλάχιστον έτσι ήταν για τα πολλά πρώτα χρόνια του.
Μπορεί διάφοροι να γελάσετε με αυτό, αλλά αν κάτσουμε να το δούμε με επιχειρήματα, είναι σίγουρο πως έχετε χάσει το debate από τα αποδυτήρια. Οι στίχοι του εν λόγω μουσικού ιδιώματος –είτε είναι σοβαροί είτε είναι πλήρως ασόβαροι- προσπαθούσαν συνήθως, και πάνω από όλα, να πουν μια ιστορία. Ναι, πολλές φορές μεταφυσική, μπολιασμένη με μυθικά στοιχεία, βασισμένη στα αποκυήματα κάποιου χαλασμένου μυαλού. Και άλλες φορές όμως καθαρά αστική, βγαλμένη από τη ζωή των λούμπεν, μακριά από τα σαλόνια, στο κέντρο της μαρμίτας της αλητείας, γαλβανισμένη με (ίσως) υπερβολικές δόσεις τεστοστερόνης. Όπως και να έχει όμως μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος: μπορεί με δράκους και σπαθιά, μπορεί με τσαμπουκάδες στα σοκάκια δίπλα στη pub. Και η αλήθεια είναι, όπως έχω ξαναγράψει, πως οι περισσότεροι άνθρωποι γουστάρουμε αφηγήσεις που ξεπερνούν τα συνηθισμένα όρια και ξεφεύγουν από τα καθημερινά. Αναλογιστείτε απλά πόσες και πόσες φορές έχετε διασκεδάσει ακούγοντας ιστορίες από μεθύσια που κατέληξαν ντροπιαστικά για τους ήρωές τους.
Μπορεί το heavy metal στην πλειοψηφία του, και φυσικά με τρανές εξαιρέσεις, να μη διεκδικεί τις στιχουργικές δάφνες του πολιτικοποιημένου punk. Ούτε τις μεγαλειώδεις ενδοσκοπήσεις των Jοy Division. Αυτό που κάνει όμως, και το κάνει άψογα, στα αυτιά αυτών που το αγαπάμε, είναι με τον ήχο και το λόγο του να φτιάχνει εικόνες· τέτοιες που θυμίζουν καλοφτιαγμένο, πωρωτικό κόμικ. Και εν πάση περιπτώσει, πέρα από το πόσο προσπαθούσε το ίδιο το είδος να φτιάχνει ιστορίες, υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή: η σχέση λατρείας που έχει με τη λογοτεχνία. Δεν πρόκειται να αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα –πλην ενός-, αφού ουσιαστικά θα χρειαζόταν να αφιερώσω τη ζωή μου για να τα καταγράψω. Πράγμα που θα έκανα ευχαρίστως απλά, δυστυχώς, πρέπει να κάνω και κάτι για να φάω –όχι αστακούς και ακριβά λευκά κρασιά όπως προστάζει η αριστοκράτισσα ψυχή μου αλλά απλά κιμάδες, μακαρόνια, πατάτες, ψωμιά και λάχανα που είναι προσιτά.
Για τους αμύητους τώρα, εάν υπάρχει μία μπάντα η οποία ποτέ μα ποτέ δε θα περίμεναν να διαβάζει βιβλία, αυτή σίγουρα είναι οι IRON MAIDEN. Στο μυαλό των περισσότερων είναι συνυφασμένη με καγκούρια με μαλλιά, μπυρόνια, καπνογόνα και οπαδικά συνθήματα –βλέπε «ΑΕΛ, ουίσκι και IRON MAIDEN δίσκοι». Για τους μυημένους όμως είναι ένα γκρουπ, που σε κάθε δίσκο του σχεδόν, έχει τουλάχιστον ένα-δυο τραγούδια αναφορές σε βιβλία (που αξίζει να διαβάσει κανείς). Ας αρχίσω, λοιπόν, να σταχυολογώ μερικές μονάχα από αυτές τις αναφορές, και ας ξεκινήσω από αυτά που και οι αμύητοι θα περιμένατε. Ξέρετε αναγνώσματα φαντασίας και έτσι: Στο To Tame a Land ζωντανεύουν το Dune του Frank Herbert (1920-1986 )-ένα από τα σημαντικότερα έργα επιστημονικής φαντασίας του 20ου αιώνα. Ένα βιβλίο-σταθμό που μέσα από ανατολίτικη ατμόσφαιρα πλέκει έναν μελλοντικό μύθο· συνοψίζοντας τεράστιο μέρος του ανθρώπινου παρελθόντος μαγευτικά ενώ παράλληλα παρατηρεί αιχμηρά και το παρόν. Το ίδιο περίπου μπορεί να ειπωθεί και για το Brave New World του Aldus Huxley (1894-1963) – και αυτό τραγούδι τους- εξαιρώντας, βέβαια, την ανατολίτικη πινελιά.
Επειδή όμως η επιστημονική φαντασία, το fantasy και η λογοτεχνία τρόμου αντιμετωπίζονται συνήθως λες και είναι παραλογοτεχνία, ας εξαιρέσουμε απρόθυμα τα προαναφερθέντα τραγούδια-βιβλία. Και ας έρθουμε σε επιρροές -σταχυολογώντας χρονολογικά από εδώ και πέρα- που δεν μπορούν να χλευαστούν από κανέναν. Από κανένα λογικό άνθρωπο τουλάχιστον:
Τον Samuel Coleridge (1772 – 1834) μπορεί να μην τον γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα, για την Αγγλία όμως αποτελεί -με λίγα λόγια- τον «ιδρυτή» της ρομαντικής της ποίησης. Ένας βάρδος που χάραξε ανεξίτηλα τα γράμματα της Γηραιάς Αλβιόνας με τα ρυθμικά ποιήματά του. Κυρίαρχος ενός ρυθμού που φέρνει στο νου τον χτύπο του σφυριού πάνω στο αμόνι. Δύσκολος, διπολικός, οπιομανής -τον λάτρεψαν ονόματα όπως η Mary Shelley (1797-1851). Το πολύστιχο αφηγηματικό του ποίημα The Rime of the Ancient Mariner στέκεται περήφανο στις ποιητικές κορυφές του 19ου αιώνα. Η μπάντα μας δίνει μια περίληψη ενός παράξενου ναυτικού ταξιδιού που φτάνει έως την παγωμένη Ανταρκτική. Και ο Bruce Dickinson στο Life After Death (1985), αστειευόμενος, προειδοποιεί τι να μην κάνουμε ποτέ: «Τhis is what not to do if a bird shits on you». Γιατί η κατάρα του άλμπατρος, που εκείνο σε έσωσε και εσύ του ανταπέδωσες την χάρη σκοτώνοντάς το, κρύβει μια μοίρα χειρότερη και από τον θάνατο ακόμη.
Τώρα να κάτσω να γράψω παραπάνω από μία πρόταση για τον Edgar Allan Poe (1809-1849); Δε νομίζω ότι χρειάζεται. Τι άλλο να πρωτοπείς; Το διήγημα Murders in the Rue Morgue διαδραματίζεται στο Παρίσι, αφηγείται τη λύση στο μυστήριο μιας άγριας δολοφονίας και, εν ολίγοις, θεωρείται το πρώτο detective story της παγκόσμιας λογοτεχνίας –και το track υπ’ αριθμόν τρία από το album Killers (1981). Μπαίνοντας τώρα στον 20ο αιώνα βρίσκουμε το Lord of the Flies του νομπελίστα William Golding (1911-1993) –το ομώνυμο από τον δίσκο The X–Factor (1995). Ένα μυθιστόρημα με ήρωες παιδιά που ναυαγούν σε ένα νησί. Ένα κείμενο γεμάτο φρικτά σκληρές αλήθειες. Όσοι έλιωσαν το κορμί τους παρακολουθώντας τη σειρά Lost, καλό θα ήταν να το τσεκάρουν. Μονάχα που το βιβλίο πηγαίνει πολύ πιο βαθιά από τη σειρά, και αντί να απογοητεύει με μπερδεμένες ερμηνείες, αντίθετα κλείνει με ένα κρεσέντο τόσο απάνθρωπο, τόσο πρωτόγονο που σου σφίγγει την ψυχή –μα είναι ποτέ δυνατόν τα παιδιά;
Last but not least το πιο ενδιαφέρον και απρόσμενο παράδειγμα (ακόμη και για μένα τον φανατικό οπαδό τους) είναι η σύνδεση μιας μπάντας με κωμίστικη αισθητική, με αγάπη στους μεταφυσικούς στίχους, και larger than life σκηνική παρουσία-υπερβολή με τον Alan Sillitoe (1928-2010). Έναν από τους «σκληρούς» εγγλέζους πεζογράφους της μεταπολεμικής πραγματικότητας. Συνήθεια του: η κριτική σαν αιχμή βέλους στο κατεστημένο του Ηνωμένου Βασιλείου. Καθημερινές ιστορίες από τις τσακισμένες στα βράχια της ανέχειας αγγλικές γειτονιές. Ένα δριμύ κατηγορώ, βαθιά σκέψη και punk attitude πριν καν ανακαλυφτεί ως μουσική. Στο διήγημα The Loneliness of the long distance runner –το ομώνυμο τραγούδι παρμένο από το κορυφαίο Somewhere in Time (1986)- ένας πιτσιρικάς, κρατούμενος αναμορφωτηρίου, την φέρνει στους «τιμωρούς» του. Με μια πράξη όμοια με αγέρωχο κωλοδάκτυλο: κερδίζει την αυτοεκτίμηση του, χάνοντας έναν αγώνα δρόμου. Ένας χαμένος αγώνας δρόμου ενάντια στην επιβολή της νίκης -χωρίς καμιά μεταμέλεια.
Συνειδητά σε όλο το προηγούμενο σεντόνι που κατέγραψα δεν έκανα αναφορές στη μουσική των IRON MAIDEN. Δε μου είναι εύκολο άλλωστε –τουλάχιστον όχι με αντικειμενικό τρόπο. Κάποτε στα δώδεκα άκουσα το Afraid to shoot Strangers και έκτοτε η μπάντα ήταν εκεί. Εκεί για μένα. Σε χαρές μου και σε λύπες –και πολλές φορές, όταν δεν υπήρχε κανένας άλλος εκεί, όταν πια είχα βυθιστεί τελείως, και ένιωθα σαν απροστάτευτο γυμνό παιδί στο δάσος, η μουσική τους δε με πρόδωσε ποτέ. Έτσι, γνωρίζω καλά, εγώ και όσοι τους λατρέψαμε, την υπέροχη θάλασσα που φτιάχνουν τα άλμπουμ τους. Και πιστεύω είμαστε τυχεροί όσοι σαλπάραμε πάνω της. Και διπλά τυχεροί αν προσέξαμε, και πήραμε μαζί μας και τα βιβλία που πρότειναν, πάνω στη σχεδία του ναυαγού, καθώς διασχίζαμε τον ωκεανό της μουσικής τους.
μας συγκινησες ρε με το τελος
μπορούμε να οργανώσουμε μια βραδια αυστηρά IRON MAIDEN, να μεθύσουε, και να κλάψουμε με την καρδιά μας ακούγοντας το Wasted Years.
ωραιος!
Σεβασμός. Θα επανέλθω με πλήρη απάντηση και προσθήκες στις αφηγήσεις.
Περιμένω τις προσθήκες -εναγωνίως.
ωραίο Γιορν!
gracias
Ναι ρε πούστη μου!!!!
λιτός, απλός, απέριττος. Χομπίστας.
έβγαλες ψυχούλα jorn.
Αρχικά διάβασα ψίχουλα. Αντιπαρέρχομαι το οπτικό μου σαρδάμ -είναι και αργά. Που την είδες την ψυχούλα εσύ;
έλα τώρα, σταμάτα να το παίζεις σκληρός, το κείμενο σου αποκαλύπτει την ευαίσθητη ψυχή σου, να μην πω για το υστερόγραφο. αποδέξου το.
Φίλοι μου, ναι στα μπιρόνια, ναι στις (ντόπιες) ομάδες (χωρίς μυαλά στα κάγκελα, παρακαλώ!) και ναι, ναι, ναι στη λογοτεχνία, για να στροφάρει το μυαλό. Ναι και στη μελοποιημένη λογοτεχνία, είναι γνωστή και φανερή η προσπάθεια πολλών απ’ τις αγαπημένες μας μπάντες να δώσουν κάτι με το στίχο τους (καλοί οι Maiden, δυνατοί οι Priest και προσωπικά καλύπτομαι απ’ την ποιητική θυμοσοφία των Rush – Neil Peart, κύριοι!). Μαλλιά, πέτσινα κι ό,τι άλλο απαιτεί το image που ζητά να υπηρετήσει ο καλλιτέχνης νομίζω είναι άσχετα με το τι καταθέτουν λογοτεχνικά. Μόνο να προσθέσω ότι συχνά γνωρίζουμε κάποιον συγγραφέα/μουσικό δευτερογενώς, δηλαδή απ’ το έργο κάποιου άλλου. Κανένα πρόβλημα, πάλι κέρδος είναι. Ίσα-ίσα που ο μεταγενέστερος καλλιτέχνης θα πρέπει να «δείξει» πόσο καλός μαθητής του προγενέστερου υπήρξε. Σας χαιρετώ!
Γεια σου Γιώργο, και welcome στο blog μας. Νομίζω ότι συμφωνώ σε ότι ακριβώς έγραψες. Τα μαρκετινίστικα τρικ του ροκ -ενδυμασία, υπερβολική σκηνική παρουσία- σπάνια έχουν να κάνουν με την ουσία. Απλά καμιά φορά ίσως έχουν να κάνουν με τις επιρροές των συγκροτημάτων -βλέπε Misfits ή KISS και η αγάπη τους για τα κόμιξ που τους οδήγησε στην υιοθέτηση κομιξ περσόνων και οnstage (και στην εκμετάλλευση αυτού το Image εμπορικέ βέβαια, ιδιαίτερα οι δεύτεροι).
Όσο για τους στίχους βρίσκω μια βασική διαφορά στους IRON MAIDEN και στους RUSH: οι στίχοι των πρώτων είναι απλοί και όμορφα αφηγηματικοί εξυπηρετώντας συνήθως τη μουσιή ενώ των δεύτερων είναι συγκλονιστικοί. Νομίζω ότι ο Peart είναι στις κορυφαίες στιχουργικές πένες της hard/heavy rock /heavymetal . Αν δεν είναι ο κορυφαίος.
Πχ: «you can choose a ready voice to some celestial voice/if you choose not to decide you still have made a choice».
Ελπίζουμε να μας ξαναέρθεις.