Πιστεύω ακράδαντα ότι το επόμενο μεγάλο ελληνικό blockbuster θα έπρεπε να είναι ένα remake της ταινίας Τα Τσακάλια. Και όχι, δεν κάνω καθόλου πλάκα.

Και για να μη λέτε ότι είμαστε τσιγκούνηδες με τα λινκ μας, πατηστε την εικόνα για να δείτε ολόκληρη την ταινία.
Όχι ότι λείπουν τα ωραία δείγματα γραφής από τα τελευταία χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, λίγο έχω όμως την αίσθηση ότι κάτι λείπει. Και δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά αλλά νομίζω ότι κάθε ταινία που βγαίνει προσπαθεί να ξανα-ανακαλύψει τη νέα ελληνική γραφή, δεν υπάρχει ένα αίσθημα συνέχειας με τις ταινίες των προηγούμενων δεκαετιών. Αν βέβαια έχεις περάσει μια δεκαετία ολόκληρη, την ένδοξη δεκαετία του ’80, γεμάτη βυζοκωμωδίες με σάπιο χιούμορ, ηχητικά εφέ μπαγκζ μπάνι και κλισέ γκριμάτσες δεν μπορείς να πεις ότι έχουν και πολύ άδικο οι κινηματογραφιστές.
Στο βάθος βέβαια κάποια συνέχεια υπάρχει. Στις ποπ ταινίες του ’80 κοινός παρανομαστής ήταν ο παραπονούμενος γονιός που δουλεύει όλη μέρα για να φάει τα λεφτά του ο ανεπρόκοπος, αχάριστος, φιλάρεσκος μαλλιάς γιος που αρνείται να δουλέψει στην οικογενειακή επιχείρηση, κλισέ που φυσικά έχει ήδη ξεκινήσει από τις ταινίες του ‘60. Φαίνεται ότι οι ταινίες λειτουργούν σαν δεξαμενή παραπόνων από μια γενιά προς μια άλλη, από μια γενιά που έχει κρατήσει στα χέρια της την κινηματογραφική παραγωγή αποξενώνοντας νεότερους δημιουργούς, και που ερμηνεύει την κοινωνία από το δικό της πρίσμα, με αποτέλεσμα η απεικόνιση της «νεολαίας» να γίνεται καρικατουρίστικη στην καλύτερη περίπτωση. Κλασικές είναι οι σκηνές πια στα Τσακάλια, όπου ένα καφέ ολόκληρο λέει ρε μαλάκα κάθε τρεις λέξεις.
Και ας μη μας φανεί καθόλου περίεργο ότι οι γνωστότερες ταινίες της τελευταίας δεκαετίας έχουν επίσης θέμα την οικογένεια, αλλά από την οπτική γωνία της γενιάς που πνίγηκε από την αυστηρότητά της. Στον Κυνόδοντα τα παιδιά είναι στην ουσία φυλακισμένα στον παρανοϊκά υπερπροστατευτικό κόσμο των γονιών τους, σε βαθμό που καταλήγουν να κάνουν τα πάντα για να αποδράσουν. Στο δε Σπιρτόκουτο, η μεσοαστική οικογένεια που πρωταγωνιστεί έχει παραγνωριστεί τόσο πολύ που το «γαμώ τον κώλο της ψυχής σου» το έχουν για καλημέρα.
Κι αν παίρναμε όλη αυτήν τη συζήτηση και την κάναμε ταινία, τι αποτέλεσμα θα είχε; Προφανώς το θέμα της οικογένειας μάς απασχολεί τόσο που πάμε να τρελαθούμε. Πόσο ωραίο λοιπόν θα ήταν να βάζαμε και τις δύο πλευρές σε μία ταινία; Οι παραδοσιακοί και καταπιεστικοί γονείς που ανησυχούν καλοπροαίρετα για τα βλαστάρια τους δεν έχουν συναντήσει ποτέ τους δεκαοχτάρηδες που θέλουν να αποβάλουν από την ταυτότητά τους την ασύμβατη με αυτούς κοσμοθεωρία της προηγούμενης γενιάς και να ενταχθούν αφενός σε ομάδες που θα τους δώσουν νέους κώδικες επικοινωνίας, αφετέρου να ψάξουν ένα μέλλον που δεν είναι καθορισμένο από τη στιγμή που βγάλανε δόντια (με το φυσιολογικό τρόπο), με αποτέλεσμα και μαλακιές να κάνουν και στην πρέζα να πέφτουν και είτε να μαθαίνουν από όλα αυτά ή να καταλήγουν σε κάνα χαντάκι στην Εθνική οδό.

Στη μεσαία φωτογραφία, Η κόμη.
Θυμηθείτε την εισαγωγική σκηνή από τα Τσακάλια, όπου σε ένα στούντιο της ΕΡΤ διάφοροι ειδικοί λένε καμπόσες ανακριβείς πατερναλιστικές γενικευτικές μπούρδες περί ναρκωτικών και συμφωνούν φοβερά πολύ μεταξύ τους. Και μαζί με αυτούς ένας πρώην ναρκομανής, που βλέπουμε μόνο το πίσω μέρος του κεφαλιού τους, αλλά από την απίστευτη κόμη (βλέπε φωτό) αμέσως καταλαβαίνουμε ότι είναι ο Μιχαλόπουλος, που μετανιωμένος λέει τα ίδια.
Φανταστείτε τώρα η σκηνή αυτή να μεταφέρεται σε ένα τραπεζάκι στα Εξάρχεια, όπου ένας παλαίμαχος αστυνομικός ο οποίος έχει βαρεθεί εδώ και χρόνια να διηγείται ηθοπλαστικά ιστορίες ναρκωτικών από την υπηρεσία του στον (πραγματικά) έφηβο γιο του, ο οποίος δεν μπορεί να δεχτεί ότι πρέπει να ακολουθήσει την τέχνη του μπαμπά και να μπει στο σώμα. Ο μπαμπάς όμως ανησυχεί και δεν μπορεί να το βάλει κάτω, και κάνει απέλπιδες προσπάθειες να επικοινωνήσει με το γιο του, χωρίς να προσπαθεί να τον καταλάβει όμως πρώτα, με αποτέλεσμα να εισάγεται η ρήξη που θα ακολουθήσει στη συνέχεια της ταινίας.
Δεν υπάρχει επίσης mainstream ταινία που να προσπαθεί να απεικονίσει τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στην Αθήνα, με τις συμμορίες, το ξύλο, τη μουσική, το πολιτικό κλίμα, τη γένεση στην ουσία της αστικής κουλτούρας όπως την ξέρουμε, και όλα αυτά στα στενά και τα στέκια των Εξαρχείων και της Κυψέλης και όχι τα ψεύτικα σκηνικά των προαστίων και της Jackie-O. Να γίνει δηλαδή μια πραγματική έρευνα της τότε underground ζωής και της κουλτούρας των ναρκωτικών, αλλά και της πραγματικής αργκό της εποχής, της λειψυδρίας μουσικής κουλτούρας που οδήγησε τόσους και τόσους να ακούνε μόνο Iron Maiden αν ήθελαν να ακούσουν κάτι πιο τεχνικό από Μάκη Χριστοδουλόπουλο.
Και επιτέλους ρε Δαλιανίδη, δεν πέθανε ποτέ κανένας από υπερβολική δόση μαριχουάνας και ούζου.
Δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να πω τα προφανή, ότι και μόνο ο τίτλος Τα Τσακάλια re-imagined θα πουλήσει εισιτήρια πιο γρήγορα από bagel με σολομό και Philadelphia σε σουρωμένους τρεις η ώρα το πρωί. Γκεσταριλίκια από Μιχαλόπουλο και Γαρδέλη είναι δεδομένα, ίσως στο ρόλο των γονέων, έτσι για την εύκολη ειρωνία. Και μάλλον σίγουρα χρειάζεται η παρουσία ενός δευτερεύοντα χαρακτήρα που να μιλάει με ατάκες τύπου «Μη μου τη βγαίνεις με κόκκινο ρε γέρο», για να θυμόμαστε τι βλακείες ακούγαμε τόσον καιρο.
Εξαιρετική ιδέα Τζόνι! Πολύ σε πάω.
Ευχαριστω pegasus! Κι εσύ μου φαίνεσαι πολύ ωραίος τύπος.