Λευκή νύχτα στην Pub Manowar

Μια ιστορία αυθεντικού Rock ’n’ Roll που δεν έχει ανάγκη από τρίπτυχα για να είναι cool. Μια σπουδή πάνω στην πανανθρώπινη αξία της μουσικής, της μοναδικής αληθινά παγκόσμιας γλώσσας. Ψέματα: μετά τις εισαγωγικές σάλτσες, πρέπει να παραδεχθώ ότι τη νύχτα αυτή αναθεώρησα για την κυριολεξία της έκφρασης περί σκατού και κάλτσας.

Από αριστερά προς τα δεξιά: Λοΐκ (Γαλλία), εγώ, Ρίμπας-τρελός drummer-guest barman (Ισπανία), Μάττι (Φινλανδία). Κάνε κλικ να ακούσεις τον Ρίμπας να ξεδίνει στα δέρματα

Από αριστερά προς τα δεξιά: Λοΐκ (Γαλλία), εγώ, Ρίμπας-τρελός drummer-guest barman (Ισπανία), Μάττι (Φινλανδία). Κάνε κλικ να ακούσεις τον Ρίμπας να ξεδίνει στα δέρματα.

Δύο παρά τα ξημερώματα, μες στο μπαρ μετά βίας 5 άτομα όλα κι όλα, μετρώντας εμένα, τον Λοΐκ, ακόμα και τον Γκέρι τον μπάρμαν. Τι μας νοιάζει; Εμείς λιώνουμε στο ρυθμό της μουσικής που γουστάρουμε, το heavy metal. Είναι τόσο μεγάλο χωνευτήρι το ρημάδι, χωράει όλο το φάσμα της μελωδίας και της μουσικής βαρβαρότητας! Και η Pub Manowar είναι ο ναός μας, ερχόμαστε να προσευχηθούμε 3 με 4 φορές την εβδομάδα.

Εδώ βλέπουμε τον Μαρτίν, τον ιδιοκτήτη της Pub Manowar με τον Eddie στα δεξιά της ασπίδας. Το τραγούδι είναι από τους θησαυρούς που γέμισα τις βαλίτσες μου γυρνώντας.

Χτισμένος με Μεσαιωνική τεχνοτροπία εσωτερικού κάστρου, τηρουμένων των αναλογιών, και διακοσμημένος με πυρσούς-φωτιστικά και ασπίδες, σπαθιά και τον Eddie των Iron Maiden πάνω απ’ την κονσόλα (αυτός όχι Μεσαιωνικός, αλλά για τον Eddie μιλάμε, και το καπάκι της τουαλέτας να σηκώσεις σε metal pub, από κάτω θα είναι). Έχουμε νυστάξει, ωστόσο μια τελευταία μπυρίτσα τραβιέται, ίσα να κουνηθούν λίγο ακόμα οι σβέρκοι, να σπάσουν και τα άλατα. Ο Γκέρι έχει βαρεθεί, θέλει να του δίνουμε για να κλείσει το μαγαζί και να πάει να βρει τη δικιά του. «Γκέρι, βάλε μια τελευταία και φεύγουμε ρε!». «Γκρέγκορι, πιείτε την γρήγορα, θέλω να πάω να πηδήξω!», μου κλείνει το μάτι και σκάει στα γέλια. Για κάποιο λόγο, του έχει κολλήσει να με λέει Γκρέγκορι, μια σύνθεση του Γιάννης και Γριέγο (Έλληνας στα Ισπανικά). Χαμογελάω και ακουμπάω τις μπύρες στον πάγκο πίσω, που έχουμε αράξει με τον Λοΐκ. «Γεια μας», εκείνος, «Santé», εγώ, τα είχαμε μάθει από καιρό αυτά.

Εγώ αριστερά, ο Γκέρι στο κέντρο, ο Λοΐκ δεξιά. Τη συγκεκριμένη διασκευή την έμαθα από τον Λοΐκ-ιδανική για μεθυσμένο sing-along. Yipiaeeeee, yipiaioooo!

Εγώ αριστερά, ο Γκέρι στο κέντρο, ο Λοΐκ δεξιά. Τη συγκεκριμένη διασκευή την έμαθα από τον Λοΐκ-ιδανική για μεθυσμένο sing-along. Yipiaeeeee, yipiaioooo!

Ανοίγει η πόρτα. Κοιταζόμαστε με τον Λοΐκ, «τι διάολο, ποιος ήρθε τέτοια ώρα;». Ένας τυπάς μελαμψός, λευκό πουλόβερ που έκανε αντίθεση με το δέρμα του, τατουάζ στα χέρια και αγριόφατσα φυλακής. Κάθεται στην μπάρα και παραγγέλνει μπύρα. Γυρνάει και μας κοιτάει. «Τι πίνετε παιδιά, να κεράσω τα επόμενα». «Όχι φίλε, εμείς φεύγαμε τώρα», με ένα στόμα και οι δυο, αρκετά χεσμένοι ήδη. Επιμένει. Δεύτερη και τρίτη φορά του λέμε τα ίδια. Υποχωρεί, για την ώρα. Βγάζει ένα σακουλάκι από την τσέπη και αδειάζει το περιεχόμενο πάνω στην μπάρα. Λευκή σκόνη. Κάνει μια μυτιά. «Εϊ μάγκες, θέλετε να δοκιμάσετε;», μας κοιτάει με μάτια που λαμπυρίζουν, καρφωμένα πάνω μας. Το σκηνικό όσο πάει γίνεται και πιο σουρεάλ. Κοιτάω τον Λοΐκ με απορία, μου επιστρέφει το βλέμμα με μια νότα αηδίας. Ο Γκέρι χαλαρός, δέχεται την πρόσκληση αν και δε φαίνεται να ξέρει τον τυπά. «Τα ναρκωτικά τα μοιράζομαι, τις γυναίκες ποτέ», δηλώνει ενώ το χαμόγελο ακουμπάει στα αυτιά του. Ευτυχώς, γιατί έτσι αποσπά την προσοχή του τυπά από πάνω μας και κόβει την όρεξή του να μας ζαλίσει. Πληρώνουμε να φύγουμε, αρκετά για απόψε.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s