Τι κάνεις άραγε όταν σκυλοπνίγεσαι στη μέση του Ινδικού Ωκεανού; Μα τι άλλο παρά να συγγράψεις μια μονογραφία για: δύο δημοφιλέστατους λογοτεχνικούς detectives που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από δύο τεράστιους σκηνοθέτες, απέτυχαν παταγωδώς στον καιρό τους, απέκτησαν cult status και τώρα μνημονεύονται σαν τα απόλυτα must see.
Σα δόκιμος αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, όσο και να δουλέψεις, έχεις πολύ χρόνο να σκοτώσεις. Ο χρόνος αυτός λοιπόν αργοπεθαίνει με ping pong και γυμναστική για κάποιους, με φαγητό και τσιγάρο για άλλους, και για τους υπόλοιπους με βιβλία και ταινίες. Στο δικό μου επτάμηνο σα δόκιμος, παρότι βελτιώθηκα αισθητά στο ping pong, ο χρόνος σκοτωνόταν με ταινίες -που ήθελα να δω εδώ και χρόνια, αλλά και με αρκετές που παρακολούθησα για νιοστή φορά είτε επειδή μου αρέσουν, είτε επειδή ήθελα να τις επανεκτιμήσω.
Τα παρακάτω film παρουσιάζονται μαζί, καθώς έχουν ενδιαφέρουσες ομοιότητες και κοινή αφετηρία: Δύο δημοφιλέστατοι λογοτεχνικοί detectives, που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από δύο τεράστιους σκηνοθέτες, απέτυχαν παταγωδώς στον καιρό τους, απέκτησαν cult status και τώρα μνημονεύονται από τους κριτικούς σαν must see.
The Long Goodbye (1973), του Robert Altman
Μπήκα στη διαδικασία να παρακολουθήσω το The Long Goodbye του Robert Altman, πραγματικά για να σκοτώσω ένα Σαββατόβραδο παρέα με έναν 70’s Phillip Marlowe. Παρότι τεράστιος fan της noir/ hardboiled λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, ποτέ δεν αγάπησα τον Raymond Chandler, ούτε τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του. Σε πρώτη φάση, το The Long Goodbye μου φάνηκε μια από τα ίδια: Κάποια αόριστη υπόθεση δολοφονίας/ προδοσίας/ μοιχείας/ εκβιασμού, κάποιοι καλοί, κάποιοι κακοί, ατμόσφαιρά σήψης, διαφθοράς και ματαιότητας, μοιραίες γυναίκες και νάτο το διωράκι. Έκλεισα τον υπολογιστή για να πέσω για ύπνο, σκεπτόμενος πως το ακατέργαστο διαμάντι είναι μια ακόμα αστυνομική σαχλαμάρα, όπως το Harper με τον Paul Newman που είχα δει πριν λίγο καιρό. Πόσο άδικο είχα…
Τα πρωινά της επόμενης εβδομάδας σηκωνόμουν τραγουδώντας μηχανικά το soundtrack του film, ενώ αποσπασματικές σκηνές από το Los Angeles του Chandler, περνούσαν συνεχώς από το μυαλό μου. Τελικά παραδόθηκα και έβαλα ξανά την ταινία να παίξει, με πιο χαλαρή διάθεση και χωρίς να περιμένω κάτι συγκεκριμένο. Όπως στις περισσότερες ταινίες με ήρωα τον Marlowe υπόθεση ΔΕΝ υπάρχει και προκαλώ σε αναμέτρηση όποιον έχει αντίθετη άποψη. Ένας ιδιωτικός ερευνητής που τριγυρίζει στις σκοτεινές μεριές της πόλης, καπνίζει και ξεστομίζει σε όλους εξυπνάδες, ερευνά την αυτοκτονία του φίλου του, ο οποίος προηγουμένως υποτίθεται ότι δολοφόνησε την πρώην γυναίκα του και παράλληλα προσπαθεί να εντοπίσει ένα χαμένο, αλκοολικό συγγραφέα. Αρχετυπικό, έως αστείο σενάριο και αν περιμένετε να αποζημιωθείτε με ίντριγκες, πισώπλατα μαχαιρώματα, πολιτικές συνωμοσίες και σεναριακά ευρήματα, forget about it που λένε και οι μαφιόζοι. Τα ατού της ταινίας λέγονται Robert Altman και Elliott Gould.
Ο ανατρεπτικός σκηνοθέτης των MASH, Nashville και The Player βάζει όλη του την τέχνη και καταφέρνει να δημιουργήσει υπέροχες σκηνές, γεμάτες νόημα και υπαινιγμούς πάνω σε έναν πάμπτωχο σεναριακό καμβά. Ταυτόχρονα, όπως και στις υπόλοιπες δημιουργίες του Altman, η μουσική δίνει ακόμα μεγαλύτερη ένταση στην εικόνα και συχνά κλέβει την παράσταση από το ίδιο το film. Ο σκηνοθέτης παραμένει πιστός στη διεφθαρμένη και μάταια ατμόσφαιρα του Chandler, αλλά τη διανθίζει με το hippie κλίμα των 70’s, στο οποίο είχε κι ο ίδιος βουτήξει: Γυμνές ξανθιές που καπνίζουν φούντα και διαλογίζονται αενάως ζούνε κοινοβιακά απέναντι από τον Marlowe, αντιπολεμικές και αντιρατσιστικές διαδηλώσεις καταπνίγονται βίαια από μπάτσους-γουρούνια (όπως αρέσκονταν να τους αποκαλούνε οι αμερικανοί ναρκοδιανοούμενοι της εποχής: Pigs!), τα κελιά των φυλακών γεμίζουν από χαμένους φιλόσοφους της κάνναβης που αναρωτιούνται σχετικά με το φταίξιμό τους και πάει λέγοντας.
Ο Elliott Gould μου ήταν γνωστός φυσιογνωμικά, χωρίς όμως να τον έχω αποκωδικοποιήσει υποκριτικά. Στο The Long Goodbye, ο πρώην άντρας της Barbra Streisand δίνει ρέστα σα χαλαρός, ατσούμπαλος και αναμαλλιασμένος Phillip Marlowe. Φυσικά, ο Altman και το υποκριτικό του πιόνι δεν περιφρονούνε τα κλισέ του ήρωα, αφού και οι θανατηφόρες ατάκες υπάρχουν, και η ταλαιπωρία που υφίσταται από εχθρούς και φίλους, και η ερωτική σχέση με το τσιγάρο. Όμως ο Gould είναι λιγότερο ποζάτος και στημένος από τους προκατόχους του. Ένας beatnik Marlowe με φτηνό, φθαρμένο κουστούμι και γάτα για κατοικίδιο (επιλογή του Altman, μακριά από το βιβλίο, που δίνει μια από τις καλύτερες σκηνές του film).
Αναπόφευκτα, οι φανατικοί Τσαντλερικοί αναγούλιασαν με έναν Marlowe που εκτρεπόταν τόσο έντονα από τα Bogard/ Garner/ Mitchum πρότυπα του «πρώτα βαράω, μετά ρωτάω» και «ρίχνω δέκα γκόμενες με μια μου ματιά». Το film πήγε άκλαυτο στο Box Office, αφού κανείς δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. «Αστυνομικό με χίπικη διάθεση»; «Ψυχεδελικό, νέο-νουάρ»; Ας απαριθμήσουμε μερικές δημοφιλείς ταινίες της εποχής: The Godfather, Serpico, The Exorcist, Planet of the Apes, A Space Odyssey και από την άλλη American Graffiti, Fritz the Cat, The Sting. Με άλλα λόγια, πού πας ρε καραμήτρο, Altman; Το The Long Goodbye δεν ήταν ούτε σοβαρό και στιβαρό, ούτε φευγάτο και διαστημικό, ούτε όμως απολύτως ναρκομανές και ψυχεδελικό. Εκτός εποχής λοιπόν. Ευτυχώς, σήμερα, σε μια κινηματογραφική εποχή λιγότερο σοβαρή, κλισαρισμένη και τοξικομανή, η ταινία μπορεί να εκτιμηθεί ως ο πατέρας του νέο–νουάρ και ως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κολάζ εικόνων -and to hell with the story.
The Private Life of Sherlock Holmes (1970), του Billy Wilder
Και πάμε τώρα στα δύσκολα. Παρακολούθησα το The Private Life of Sherlock Holmes σε καταδικαστική προβολή στην ΕΤ1, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα Σαββάτου, το 2001. Από τότε, βλέπω την ταινία τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, πάντοτε με αμείωτο ενδιαφέρον παρότι ξέρω όλους τους διαλόγους απέξω. Προφανώς είναι στο top ten μου και δύσκολα θα βγει ποτέ.
Δημιουργός εδώ είναι ο Billy Wilder, ο οποίος χρησιμοποιεί τον ήρωα του Arthur Conan Doyle με θρησκευτικό σεβασμό και ευλάβεια, χάρις όμως το ταλέντο του καταφέρνει να παρουσιάσει κάτι πολύ έξω από την κινηματογραφική πεπατημένη του Sherlock Holmes (Basil Rathbone, Peter Cushing, Jeremy Brett και βέβαια Benedict Cumberbatch). Γιατί καλός ο Robert Altman, αλλά (πολυυυύ) καλύτερος ο Wilder, ένας κινηματογραφικός προφήτης που ασχολούνται (πολυυυύ) επιτυχώς με ότι έβαζε ο νους του, από αστυνομικά μέχρι musical.
Αφού είχε αφήσει για πάντα το στίγμα του με έργα όπως τα Double Idemnity, Ace in the Hole, Some Like it Hot, Sunset Boulevard και… και… και…, ο Wilder επιχειρεί να πραγματοποιήσει ένα όνειρο δεκαετιών. Μια φαντασμαγορική και πανάκριβη μεταφορά του λογοτεχνικού detective στη μεγάλη οθόνη, με έμφαση όχι τόσο στην υπόθεση αλλά στην ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα. Όπως και με το The Long Goodbye, η εμπορική επιτυχία δεν ήρθε ποτέ, η ταινία ήταν σαφώς εκτός εποχής και ο Wilder – ήδη στο λυκόφως της καριέρας του –ποδοπατήθηκε από τους κριτικούς. «Μα ποιος Sherlock Holmes, κύριε Wilder, εδώ ο Stanley Kubrick φτιάχνει διαστημικές όπερες. Κι αν θέλετε να κάνετε αστυνομικά, δείτε τον Steve McQueen στο Bullitt. Ή έστω κάντε μια ταινία με ζόμπι, όπως ο κύριος Romero. Όχι Sherlock Holmes… Αυτά είναι παλιομοδίτικα». Oh, how they laughed…
To The Private Life of Sherlock Holmes σήμερα ανήκει στη σφαίρα του κινηματογραφικού μύθου, με τουλάχιστον μια χαμένη ώρα που κάποια στιγμή θα συμπληρώσει την αρχική έκδοση σε κάποιο πλούσιο Blue Ray, με αστέρες μεγατόνων που θα συμμετείχαν αλλά την τελευταία στιγμή αρνήθηκαν και πάει λέγοντας. Τρίχες, αν θέλετε τη γνώμη μου. Το film είναι ΤΕΛΕΙΟ και δε χρειάζεται ούτε άλλο footage, ούτε τον Richard Burton να υποδύεται τον Holmes. Και είναι τέλειο παντού: Αναμενόμενα για δουλειά του Wilder, τα πάντα είναι προσεγμένα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Κουστούμια, σκηνικά, εξωτερικά γυρίσματα, φωτογραφία είναι χάρμα οφθαλμών. Επίσης αναμενόμενα για δουλειά του Wilder, το χιούμορ είναι παρόν, εκλεπτυσμένο αλλά καυστικό και με τα καλύτερα αγγλικά που μπορώ να φανταστώ στον εμπορικό κινηματογράφο. Προσοχή, η ταινία ΔΕΝ είναι κωμωδία, αντίθετα είναι πολύ μελαγχολική. Υπάρχουν όμως αρκετές στιγμές όπου ο απαιτητικός και καλλιεργημένος θεατής θα γελάσει με την καρδιά του.
Όπως είπαμε, η υπόθεση (όπως και στο The Long Goodbye) είναι δευτερεύουσας σημασίας καθώς ο δημιουργός επικεντρώνεται στον ήρωα. Αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχουν οι τεράστιες τρύπες της ταινίας του Altman. Η ιστορία έχει αρχή–μέση–τέλος, αρκετές ανατροπές, οι επιστημονικές αναφορές είναι τεκμηριωμένες και το σενάριο δεν μπάζει από πουθενά (είπαμε, τέλειο). Ο Wilder όμως ήθελε να υπερβάλλει πάνω στον Holmes του Doyle και να τον αποθεώσει. Μισογύνης. Τοξικομανής. Ελαφρώς λεχρίτης και τρομερά ακατάστατος. Αντικοινωνικός και αλαζόνας. Ταυτόχρονα όμως, ευάλωτος άνθρωπος που κάνει λάθη, την πατάει χοντρά και βρίσκεται σε αδιέξοδο. Κάτι παρόμοιο προσπάθησε να γίνει ατσούμπαλα στο The Seven Per Cent Solution του 1976 και στα σύγχρονα film του Guy Ritchie, εδώ όμως ο σκηνοθέτης πετυχαίνει κέντρο. Ο ήρωάς του είναι για το θεατή τέρας οξυδέρκειας και σνομπισμού, με πολύ σοβαρά προσωπικά δράματα αλλά τελικά συμπαθής και προσιτός. Και όλα αυτά, από έναν άσημο ηθοποιό ονόματι Robert Stevens, με διαφορά τον καλύτερο Holmes που έχω δει.
Η ικανότητα του Wilder να ξεθάβει άγνωστους επαγγελματίες και να τους δίνει ρόλους απόλυτα ταιριαστούς με τα χαρακτηριστικά τους είναι πραγματικά εντυπωσιακή, για ολόκληρο το cast. Η Genevieve Page παίζει την κεντρική ηρωίδα ισορροπώντας επιδέξια στο δίπτυχο ανυπεράσπιστη σύζυγος/ femme fatale, ο Colin Blakely είναι ένας αναμενόμενα αφελής Watson, ενώ ρέστα δίνουν τόσο ο Clive Revill σα διευθυντής του Ρώσικου Αυτοκρατορικού Θεάτρου, όσο και ο Cristopher Lee (ο κράχτης του cast) σαν μεγάλος αδερφός Holmes.
Η ταινία είναι εντυπωσιακά πλήρης σε όλα τα επίπεδα: Εντυπωσιακά σκηνικά, φανταχτερά κουστούμια, εξωτερικά γυρίσματα με τη σέσουλα, θεατρικές ερμηνείες, γέλιο και κλάμα και βέβαια αληθοφανή και τακτοποιημένη αστυνομική πλοκή. Αυτό όμως που κυρίως προσφέρει είναι συναίσθημα και μελαγχολία. Ο ήρωας είναι μια μηχανή σκέψης, ένας οδοστρωτήρας συλλογισμών, καταδικασμένος όμως στη μοναξιά του βιολιού του και της ατελείωτης αρχειοθέτησης. Μοναδική του παρέα είναι ένας αφελής, βετεράνος γιατρός που αρχίζει να αναρωτιέται μήπως ο συγκάτοικός του είναι ομοφυλόφιλος. Όσο για γυναίκες, η μοναδική που τραβάει το ενδιαφέρον του Holmes υπήρξε μια φόνισσα που του έκλεβε αρσενικό για να δηλητηριάσει τον άντρα της, όπως ο ίδιος παραδέχεται μέσα στην ταινία.
Είναι πολύ πιθανόν η εμμονή του Wilder με τον Holmes να σχετίζεται με τις ομοιότητες του ίδιου με τον διάσημο detective και το περιεχόμενο του The Private Life of Sherlock Holmes να είναι έστω κι από σπόντα αυτοβιογραφικό. Σε κάθε περίπτωση, μετά από πολλές, πολλές, πολλές παρακολουθήσεις και ακροάσεις του καταπληκτικού soundtrack, το συμπέρασμα είναι ότι η συγκεκριμένη ταινία διεγείρει όλες τις αισθήσεις, κουνάει την καρδιά και το μυαλό και δένει γερά τη θέση της στο προσωπικό μου top ten. Τα ίδια πιστεύουν και οι δημιουργοί- συντελεστές του ύπερεπιτυχημένου serial του BBC, Sherlock που αντιμετωπίζουν το film σαν ευαγγέλιο και έχουν «δανειστεί» αρκετές ατάκες, αποτίνοντας έτσι φόρο τιμής.
Και οι δύο ταινίες που παρουσιάστηκαν έχουν μεγάλο ενδιαφέρον σαν εναλλακτικές, κινηματογραφικές οπτικές σε θρυλικούς χάρτινους detectives, από ιδιοφυείς σκηνοθέτες. Και οι δύο ταινίες χαράσσουν βαθιά στο μυαλό εικόνες και μουσικές για καιρό. Η μια όμως είναι ένα ψυχεδελικό, αδέξιο αποπαίδι που σώζεται χάρις στο ακανόνιστο και ανατρεπτικό ταλέντο των δημιουργών του, ενώ η άλλη είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, που απλώς τυχαίνει να φοράει μακρύ αδιάβροχο, ψηλό καπέλο και να καπνίζει πίπα. Δοκιμάστε και δε θα χάσετε…