Ένας συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής, που γεννήθηκε στην Ουκρανία, έγραφε στα Γερμανικά, έπινε σαν Γάλλος (μέθυσος), δήλωνε Αυστριακός, έβγαζε τα προς το ζην ως δημοσιογράφος και μας άφησε παρακαταθήκη το αριστούργημά του: την οικογενειακή saga «Το εμβατήριο του Ραντζέτσκυ». Ένα μυθιστόρημα-ρέκβιεμ για την πτώση της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.
Κάποτε, στα ανατολικότερα σύνορα της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, στην άγνωστη σε εμάς Γαλικία, γεννήθηκε από Εβραίους γονείς ένα παιδί με το όνομα Moses Joseph Roth (1894-1939). Μεγαλώνοντας θα έμενε ορφανός από πατέρα –ο οποίος εξαφανίστηκε χτυπημένος από ψυχιατρικό νόσημα-, θα υπηρετούσε ως λογοκριτής στον Αυτοκρατορικό στρατό των Αψβούργων, θα γνώριζε από κοντά τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου , θα ζούσε στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, θα ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη ως ακριβοπληρωμένος ανταποκριτής –από τη φασιστική Ιταλία έως την Αλβανία και τη Σοβιετική Ένωση-, θα ζούσε μια γεμάτη κοσμοπολίτικη ζωή. Θα δήλωνε στρατευμένος σοσιαλιστής και αργότερα θα έφτανε να γίνει υπέρμαχος της επαναφοράς της μοναρχίας στην αγαπημένη του Αυστρία. Και θα έγραφε. Πολύ και με μεγάλη ταχύτητα δίχως να σκαλίζει υπερβολικά τα γραπτά του. Στην ιστορία θα έμενε με δύο κύριες ιδιότητές τελικά: ως βαρύς πότης και βαρβάτος συγγραφέας.
Ο Joseph Roth ανήκει σε εκείνη τη φουρνιά των μεγάλων συγγραφέων ενός πολυεθνικού κόσμου που χάθηκε, της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Κοινή συνισταμένη πολλών εξ αυτών: η απόλυτη απογοήτευσή τους. Ο Roth, ένας από τους πρώτους που διείδαν τον ναζιστικό κίνδυνο, θα πέθαινε το 1939 στο Παρίσι από το ποτό. Ο φίλος του Stefan Zweig αυτοεξόριστος στη Βραζιλία, κυνηγημένος από τον φόβο της νίκης των Ναζί, θα αυτοκτονούσε λίγο αργότερα. Δεν άντεξε την άνοδο του ιδεολογικού τέρατος που ξεπήδαγε από τα σπλάχνα της Ευρώπης. Μάλιστα, για όσους από αυτούς τους καλλιτέχνες η καταγωγή ήταν εβραϊκή ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος. Με την κατάρρευση των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και την αυξανόμενη ένταση των εθνικιστικών παθών, οι ήδη απάτριδες Εβραίοι πραγματικά δεν είχαν που την κεφαλήν κλίναι. Άλλοι στράφηκαν προς τον κομμουνισμό, όπως ο Manès Sperber (1905-1984), και άλλοι, όπως ο Joseph Roth, στη νοσταλγία της υπαρκτής αυτοκρατορίας πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –και στην περίπτωσή του, το αλκοόλ.
Η ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία, πέρα από τα άρθρα, τα ταξιδιωτικά κείμενα και τα δοκίμια που συνέθετε, τον έφεραν σε θέση να δημοσιεύει κάτι που έχει εκλείψει από τον σημερινό τύπο: μυθιστορήματα σε συνέχειες. Τα περισσότερα έργα του είδαν το φως για πρώτη φορά τυπωμένα σε ασπρόμαυρο χαρτί εφημερίδας (Ο Ιστός της Αράχνης [1923], Hotel Savoy [1924]). Είναι κοινό μυστικό, και ίδιος το παραδεχόταν άλλωστε, πως και «πλάκωνε» πολλές φορές τα κείμενά του για να προλάβει τα deadline και ενίοτε έγραφε ολόκληρα κεφάλαιά τους όντας στουπί στο μεθύσι. Ο βήχας όμως, ο έρωτας, το ταλέντο και η εξασκημένη πένα δεν κρύβονται – το σύνολο του έργο του, παρ’ όλες τις αδυναμίες και αστοχίες του, δεν αποτελεί το παραμιλητό κάποιου μεθύστακα αλλά μια πρόζα ευανάγνωστη και καίρια που αποκαλύπτει τις μικρές λεπτομέρειες που συντάσσουν τη ζωή μας. Όμως ένα μονάχα βιβλίο του έμελε να τον παιδεύσει και να τον καθυστερήσει χρονικά: η οικογενειακή saga με τίτλο Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ (1932) [μτφ: Μαρία Αγγελίδου / εκδ. Άγρα], το magnum opus του –το κείμενο που πολλά χρόνια αργότερα ο Maria Vargas Llosa θα κατονόμαζε ως το καλύτερο πολιτικό μυθιστόρημα που διάβασε ποτέ.
Από τα εμβατήρια σε ένα παρατεταμένο Ρέκβιεμ
Γιατί, τελικά, και χωρίς να φαίνεται στην αρχή το μυθιστόρημα αυτό είναι πολιτικό –προσοχή! πολιτικό, όχι στρατευμένο. Βασικός πρωταγωνιστής του ο Καρλ Γιόζεφ Τρόττα φον Σιπόλιε, ένας ανθυπολοχαγός στον στρατό των Αψβούργων. Από τη στιγμή που γεννήθηκε αυτός ήταν ο προορισμός του. Το είχε αποφασίσει ο πατέρας του, ο έπαρχος Φραντς Φον Τρόττα –Αυστριακός ως το μεδούλι και υπηρέτης της μοναρχίας σε τέτοιο βαθμό που όσο πέρναγαν τα χρόνια έμοιαζε στον αυτοκράτορα σε στυλ, σε περπατησιά, στις φαβορίτες, ακόμα και στο πρόσωπο. Όμως αυτός που άλλαξε τη μοίρα της οικογένειας ήταν ο καραβανάς παππούς. Ένας μάλλον άξεστος, πεισματάρης Σλοβένος που έτυχε να σώσει τον τότε νεαρό αυτοκράτορα σε μια μάχη. Και έτσι οι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον τόπο τους γεωργοί, οι Σλοβένοι Τρόττα έγιναν Αυστριακοί με τίτλο ευγενείας και ένα βαρύ Φον να συνοδεύει το επίθετό τους.
Ο Joseph Roth υφαίνει ένα μυθιστόρημα που σκιαγραφεί αδρά τον κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Τόσο την ατμόσφαιρα –από την μπαρόκ βιεννέζικη κοινωνία έως τη γοτθική εικόνα της επαρχίας (δάση, κοράκια, πανδοχεία, κόκκινα ηλιοβασιλέματα, ξεχασμένα στρατόπεδα, βάλτοι, Εβραίοι πραματευτάδες, Πολωνοί γαιοκτήμονες-αλχημιστές) όσο και τις κοινωνικές σχέσεις που τη διέπουν, την πολυπολιτισμικότητά της, ακόμα και τα τοπία της –σε αφηγηματικές στιγμές που φέρνουν στο μυαλό πίνακα της εποχής. Ο κεντρικός του ήρωας, ο νεαρός ανθυπολοχαγός, από φέρελπις νέος καταντάει, σιγά σιγά, ένα ανθρώπινο ναυάγιο. Ο συγγραφέας υπονοεί δε πως δε φταίει ο πρωταγωνιστής αλλά οι εποχές που αλλάζουν· και πως οι ήρωες του, πατέρας και γιος, δεν είναι φτιαγμένοι για τη νέα ημέρα που ξημερώνει. Εκεί που το βιβλίο με κέρδισε απόλυτα ως αναγνώστη ήταν στη συναισθηματική εγγύτητα που μου δημιουργούσε, πλησιάζοντας –από άλλη οδό, μιας και οι διάλογοι δεν είναι εκτενείς- αυτό που απλοϊκά ονομάζω λογοτεχνία-ζωή του Dostoyevfksi. Κείμενα που σε κάνουν να πεινάς όταν περιγράφουν φαί, να ταξιδεύεις όταν μιλάνε για μουσική και γιορτές και ποτά, κείμενα που δίχως να χρειάζονται νε περιγράψουν σεξ σε βάζουν στη θέση του ερωτοχτυπημένου/λάγνου ή ντροπαλού/πεπειραμένου ή άπειρου εραστή με άλλα λόγια. Κοινώς μια λογοτεχνία, τόσο αληθοφανή, που σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτό που διαβάζεις είναι μια πραγματικότητα, μια αλήθεια –και όχι κάποια χλιαρή απομίμηση. Όπως η παρακάτω σκηνή που περιγράφει τη στιγμή που γεννήθηκε η δυνατή φιλία του πρωταγωνιστή με τον Εβραίο επίατρο του τάγματός του:
Είχαν αποχωριστεί από το υπόλοιπο τάγμα. Και ας μη γνωρίζονταν ούτε μισή ώρα.
Ξαφνικά, χωρίς να ξέρει ούτε ο ίδιος γιατί, ο Καρλ Γιόζεφ είπε: «Αγάπησα κάποτε μια γυναίκα που την έλεγαν Κάτι. Έχει πεθάνει!»
Ο γιατρός κοντοστάθηκε και στράφηκε στον ανθυπολοχαγό. «Θα αγαπήσετε κι άλλες γυναίκες!» είπε.
Ύστερα προχώρησαν.
Από το σταθμό άκουσαν το σφύριγμα του τελευταίου τρένου. Κι ο γιατρός είπε: «Θα ήθελα να φύγω, να φύγω μακριά!»

Σχόλιο του συγγραφέα στο σκίτσο: «Εγώ είμαι αυτός, πράγματι· κακός, πιωμένος, αλλά ξύπνιος. -Γιόζεφ Ροτ»
Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ –που οφείλει το όνομά του στο χαρακτηριστικό μουσικό κομμάτι- είναι πρώτα από όλα ανθρώπινο. Όλα όμως τα πάθη των ηρώων· όλες οι επιτυχίες και αποτυχίες τους· όλες οι επιδιώξεις τους μοιάζουν να ορίζονται όχι από προσωπική τους επιλογή ή από κάποια μοίρα αλλά από τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής που θυμίζουν οδοστρωτήρα. Και ενώ το κείμενο μοσχοβολάει ζωή, με όλα τα όμορφα και τα άσχημα της, η κρυφή μυρωδιά του θανάτου παραμονεύει σε κάθε του αράδα –σα μαύρο κοράκι, πάνω σε δέντρο, έτοιμο να αναγγείλει το τέλος. Και ο «μαέστρος» Joseph Roth καθοδηγεί δεξιοτεχνικά αυτό το Ρέκβιεμ μέχρι το κλείσιμό του. Καταφέρνει με την απλή, θαυμαστή τριτοπρόσωπη αφήγησή του –υποβοηθούμενη από τις απόλυτα αληθοφανείς και εύστοχες λίγες λέξεις που ξεστομίζουν οι ήρωές του- να περιγράψει όλο τον πόνο του κόσμου του. Τον κόσμο μιας εποχής που πέθανε βίαια δίχως να καταλάβει καν τι την χτύπησε. Το καλειδοσκοπιακό σύμπαν μιας αυτοκρατορίας –όπου τα φυλετικά μίση κρύβονταν τεχνηέντως σε σεντούκι- που καθώς ψυχοραγούσε έδινε τη θέση της σε έναν κόσμο περισσότερο απόλυτο, περισσότερο δυναμικό, περισσότερο αιματηρό. Τον κόσμο όπως εμείς τον γνωρίζουμε τελικά, τον κόσμο όπως εξελίχθηκε σε ένα κόσμο των εθνικών κρατών, όπου ο διαχωρισμός των διαφορετικών εθνοτήτων είναι κάθετος και απαράβατος –μακριά από τους ψευδορομαντισμούς αυτοκρατοριών όπως η Οθωμανική και η Αυστροουγρική. Τον κόσμο που σμιλεύτηκε από μάχες και πολύ περισσότερο από τη θηριωδία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –έναν κόσμο που όπως φαίνεται δεν ταίριαζε ούτε στους ήρωές του μα ούτε και σε εκείνον τον ίδιο τελικά.
Υγ: κρατήθηκα με νύχια και με δόντια να μη γράψω λέξεις όπως (α) spleen (β )weltschmerz. Παρακαλούνται αναγνώστες και φίλοι συντάκτες να μου δώσουν έξτρα πόντους για αυτό.
Η ιστορία ακούγεται πολυ ενδιαφέρουσα. Βέβαια εκεί που κάτι σκίρτησε παραπάνω μέσα μου ήταν στην αναφορά στον ντοστό. Καταπληκτικό κείμενο, καταπληκτικό!
Πολύ ωραίο το κείμενο, Jorn. Σε βάζει τόσο στο κλίμα της εποχής -που την περιγράφεις αξιοθαύμαστα στην τελευταία παράγραφο- όσο και στο μυαλό του Ροτ, που τον φαντάζεται κανείς με αυτήν την ποντικίσια μούρη και τα μικροσκοπικά μουστάκια, να πίνει και να γράφει.
Άσε που έχω κολλήσει με αυτό το εμβατήριο, το έχω βάλει στο ριπίτ.
Σας ευχαριστώ τα μάλα κα Άστρα. Δεν ξέρω αν μπορεί να περιγράφει η εποχή εκείνη, λίγο πριν τους παγκόσμιους πολέμους σε μία παράγραφο -ούτε σε ένα βιβλίο ολόκληρο νομίζω. Σίγουρα πάντως την έχουμε ξεχάσει ενώ είναι εκείνη που κυοφορησε ένα καρο φρικες, τρόμους και όνειρα και επιτεύγματα.
Για τον φίλτατο Γιόζεφ Ροτ να πω πως νιώθω ότι του χρωστάω ένα απόγευμα με πολλά τσιγάρα και ένα μπουκάλι Σλίβοβτις στην υγειά του -ακούγοντας το εμβατήριο το οποίο σε πηγαίνει κατευθείαν πίσω στην αυτοκρατορική Βιέννη.