Stoner, κλαρίνα και τα μυαλά στα κάγκελα

Οι Villagers of Ioannina City (ή πιο απλά VIC) είναι μια ελληνική μπάντα από «ξέρετε ποια πόλη». Είπαν, λοιπόν, να τραβήξουν τους ήχους από τα βράχια της Ηπείρου και να τους δέσουν με τη ψυχεδέλεια και το stoner. Και εμείς καυλώσαμε -επειδή κλαρίνο, τελικά, δεν σημαίνει μονάχα «Γωγώ Τσαμπά μέχρι να ματώσουνε τα αυτιά».

Κάνε κλικ αδερφέ για να ακούσεις το κομμάτι της χρονιάς

Κάνε κλικ αδερφέ για να ακούσεις το κομμάτι της χρονιάς

Θα ήθελα να ξεκινήσω την προσπάθεια μου, για να περιγράψω τον καλύτερο δίσκο που έχω ακούσει εδώ και καιρό, με αυτό που κάνω καλύτερα στον κόσμο: λίγη γκρίνια. Όχι για το δίσκο αλλά για το κλαρίνο. Ομολογώ πως όταν φίλος μουσικολόγος μου είχε αποκαλύψει πως το κλαρίνο (ή κλαρινέτο) αντικατέστησε στα Βαλκάνια και δη στον Ελλαδικό χώρο, αρχαιότερα από αυτό πνευστά –βλέπε ζουρνά, φλογέρα κλπ-, είχα εντυπωσιαστεί. Ακόμη περισσότερο δε όταν μου τόνισε το γεγονός πως το εν λόγω όργανο έφθασε, τον 19ο αιώνα, μαζί με τις στρατιωτικές ορχήστρες/μπάντες του βασιλιά (μας) βαυαρού Όθωνα. Οι φουστανελάδες μουσικοί, λοιπόν, το πήραν και του άλλαξαν –με την καλή έννοια- τα φώτα. Έπαιζαν σε αυτό ντόπια πράγματα και όχι συγκερασμένη «δυτική» μουσική. Μάλιστα, πριν κάποια χρόνια, είχα την τύχη να γνωρίσω το σόλο κλαρινέτο της Orchestre de Paris που δήλωνε εντυπωσιασμένος από το «παραδοσιακό» παίξιμο των Βαλκάνιων μουσικών –βλέπε Γιώργο Μάγκα εν προκειμένω.

Παρόλα αυτά, λοιπόν, και παρόλο το ιστορικό ενδιαφέρον, το άκουσμα κλαρίνου μου δημιουργεί, συνήθως, το εξής συναίσθημα: νιώθω σαν την αλεπού όταν ακούει το αλύχτισμα των κυνηγόσκυλων. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα πεθάνω, όχι μεταφορικά, κυριολεκτικά –και μάλιστα με βίαιο τρόπο. Οι λίγες παρουσίες μου σε γάμους ή παραδοσιακά γλέντια που με έχουν φέρει αντιμέτωπο με Τα Καγκέλια της Γωγούς Τσαμπά ήταν, τουλάχιστον, τραυματικές. Μάτωναν τα αυτιά μου ενώ περίμενα τον πυροβολισμό.

Τελικά, οι προκαταλήψεις, δεν βοηθάνε κανένα, εγώ αυτό έχω να πω. Και αυτό γιατί εδώ και δύο βδομάδες λιώνω τον δίσκο Riza  [Mantra records] (2014 ) των Villagers of Ioannina City (VIC) ολημερίς και οληνυχτίς. Ο οποίος, ναι, είναι τίγκα στο κλαρίνο –απλά όχι όπως το έχουμε συνηθίσει.

Κάνε κλικ: «Χαλασιά μου χαλασιά μου ζωντανή είσαι χωρισιά μου».

Κάνε κλικ: «Χαλασιά μου χαλασιά μου/ ζωντανή είσαι χωρισιά μου».

Ο δίσκος είναι ένα εξαίσιο χαρμάνι ανάμεσα στην Εσπερία και τα Βαλκάνια, τη Δύση και την Ανατολή. Ανάμεσα στη ψυχεδέλεια, το stoner και το πολυφωνικό ηπειρώτικο, ανάμεσα στο βαρύ rhythm section και το σόλο κλαρίνο. Στο μισητό μέχρι πρότινος για μένα όργανο, ακούμε τον Κωνσταντή Πιτσιόλη -γνωστό σε πολλούς από τις συνεργασίες του με τον Γιάννη Χαρούλη- όπου ο άνθρωπος πραγματικά δίνει τα ρέστα του. Τα περισσότερα τραγούδια είναι διασκευές δημοτικών κομματιών, όμως αλίμονο, είναι τόσο καλή η ενορχήστρωση που η εμπειρία τους δεν αλλάζει, δεν διαφοροποιείται. Πιο βαθιά γίνεται, με ένα γεμάτο, ψυχεδελικό τρόπο. Με μικρές τζούρες από Tool, από trippy stoner, και από Pink Floyd να συνδυάζονται με ήχους που κουβαλάνε μαζί τους βράχους, κρύα νερά, δάση και μυρωδικά από τα βουνά της Ηπείρου. Με σπαρακτικές ερμηνείες στα φωνητικά όπως στο Chalasia, με την εισαγωγή του Skaros να φέρνει στο νου το καλύτερο κομμάτι των Pink Floyd, το One of these days δηλαδή –σκέτη καύλα με άλλα λόγια-, με την ηχολαλιά στο Tabourla να μου θυμίζει το Litanies of Satan της Diamanda Galas. Με το Ti Kako, γεμάτο Black Sabbath-ικό βάρος,να είναι το κομμάτι της χρονιά για τα αυτιά μου. Από αυτά που βάζεις στο repeat για ώρες. Με το δίσκο, τελικά, να είναι ένα in your face διαμάντι που δεν κωλώνει, και συνταιριάζει αυτά που πολλοί από εμάς νομίζαμε πως δεν θα ταιριάξουν ποτέ.

Τα τελευταία χρόνια τέτοιου τύπου μουσικές κινήσεις, τέτοια χαρμάνια με ενθουσιάζουν· όπως μαγική μου είχε φανεί η διασκευή των Rotting Christ στο Orders frοm the Dead της Diamanda Galas. Ένα soundtrack κεντημένο από δάκρυα και συμφορές των γιαγιάδων μας, γεμάτο από ιστορίες προσφυγιάς. Έτσι και με τους VIC. Νομίζω πως παίρνουν όλη τη σκληρή μουσική που αγαπάμε τόσα χρόνια και της βάζουν την πιο καλαίσθητη στάμπα παράδοσης που έχω ακούσει. Σαν να κουμπώνεις τα βράχια, το χώμα και τη θάλασσα στον ενισχυτή. Χωρίς χαζούς folklore συναισθηματισμούς αλλά και με πίστη πως, πώς να το κάνουμε, δεν γεννηθήκαμε στη Βιέννη. Εδώ είναι Βαλκάνια.

Ίσως μεγαλώνω και εγώ και ψάχνω να νιώσω τις ρίζες μου, τι να πω;

 

Κλείνοντας, ομολογώντας πως τα δύο τελευταία χρόνια τα αυτάκια μου έχουν καεί, και πως λίγη δυστυχώς μουσική ακούω πια, πρέπει να πω πως τέτοιοι δίσκοι με κάνουν και θυμάμαι ξανά πως είναι να γουστάρεις πραγματικά μια μπάντα. Να περιμένεις να πας στο δισκάδικο για να αγοράσεις το CD της. Να θες να τη δεις live (παίζουν την Παρασκευή στο Kookoo). Να ψάχνεις στο internet για το ποιοι είναι, τι κάνουν, τι ετοιμάζουν. Να νιώθεις όπως σε έκανε να νιώσεις η παράσταση Τρωάδες της Λυδίας Κονιόρδου. Όπου ο χορός, με το πολυφωνικό ηπειρώτικο μοιρολόι του, νόμιζες πως θα σου πάρει την ψυχή.

12 σκέψεις σχετικά με το “Stoner, κλαρίνα και τα μυαλά στα κάγκελα

      • Τίποτα απλά διαβάζοντας το κείμενο σου που ναι μες στον ενθουσιασμό θυμήθηκα αυτό το σχόλιο που ‘χες κάνει στο δίσκοι που δεν σταμάτησα να ακούω:»Οι αναφορές σε δίσκους κολλήματα, το να ανακαλύπτεις τα αγαπημένα σου τραγούδια πέρα από τα hit, να συναντάς άγνωστους ανθρώπους και να βρίσκεις πως εκείνοι -ω,ναι!- συμφωνούν πως το τάδε ή το δείνα παραμελημένο τραγούδι του δίσκου είναι το αγαπημένο σου με κάνουν να νιώθω τόσο μα τόσο γέρος. Σχεδόν έχω ξεχάσει πως είναι. Κάηκαν τα αυτιά μου μετά το φανταρικό.» Είδες Γιορν δεν είσαι ένας σκατόγερος τελικά!

        • Σκατόγερος ήμουνα, γιατί δε θυμόμουν ότι είχα σχολιάσει κατά αυτόν τον τρόπο, και τώρα βλέπω πως επαναλαμβάνομαι. Όχι απλά γερνάω, αλλά επαναλαμβάνομαι κιόλας. Αλτσχάιμερ.

  1. Γιορν, ωραίο άρθρο. Ειδικά η παράγραφος που αναφέρεται στις βεβαιότητες που σου ξυπνάει το κλαρίνο. Στον μοναδικό γάμο που είχα έναν κάποιο ρόλο πέραν του θεατή, είχε κατέβει από την Ήπειρο «αυθεντικό σχήμα». Είπα κι εγώ ότι θα ακούσω αυθεντικό κλαρίνο. Αποδείχτηκε ότι το φετίχ των αυθεντικών σχημάτων από την Ήπειρο είναι το ρεβέρμπ στο 11. Φαντάσου, λοιπόν, να ξεκινάει ο κλαρινιτζής τα δικά του κι εσύ να νιώθεις ότι σε βούτηξαν γυμνό μέσα σ’ ένα βαρέλι με αράχνες, και να πρέπει να χορέψεις και το εγκαίνιο τσάμικο. Κάτι γέροι ακόμα μιλάνε γι’ αυτόν τον χορό.
    Συνεπάγεται λοιπόν ότι εγώ αυτό που ψάχνω είναι ένα κλαρίνο για να σβήσει αυτήν τη συντριβή, ένα ξόρκι να νικήσει την Ήπειρο και τις αράχνες της, που είναι και πολλές και μεγάλες και ζόρικες. Νομίζω ότι κάπου εκεί στο 05:15 του «Τι Κακό», που μπαίνουν για support οι Tool, θα το βρω.
    Οπότε μεθαύριο λέω να πάω.

    • Kechagiar, oμολογώ πως αντιλαμβάνομαι καλά αυτό που λες, μάλλον και για τους δύο μας, τελικά, ο ήχος του κλαρίνου εμπεριέχει τον φόβο του θανάτου. Μικρός, δηλητηριώδης και ύπουλος στα αυτιά σου, μεγάλος, βίαιος και αιμοβόρος στα δικά μου. Και, ναι, νομίζω πως οι VIC είναι η λύση απέναντι στο κακό ξόρκι που μας έχουν κάνει.

      υγ: πωωω, αυτό με το reverb στο 11 πρέπει να πόναγε πολύ…

  2. Πολυ δίκιο σε οσα γραφεις jorn, σχετικα με την καλαισθητη μιξη ανατολης-δυσης.

    Και ρε γαμωτο, το ακομα πιο εντυπωσιακο ειναι οτι αυτο βγαινει και στην αισθητικη τους: Η φωτογραφια του εξωφυλλου, η γραμματοσειρα, τα κουμπουρια -ειναι ολα σωστα.

    • Ρε συ, και εγώ αυτό σκεφτόμου εχτές. Ότι όλα δένουν, είναι προσεγμένη δουλειά μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια της -και με τον πιο γαμιστερό τρόπο, νομίζω.

    • Be my guest.

      υγ: άλλωστε τις μαζεύω, για να τις εκδώσω με την επωνυμία «οι απαντήσεις ενός σοφού άντρα που φόραγε ΦΑΡΕΤΡΑ. Τάδε έφη sally cone»

  3. Το λοιπόν,

    Από το πιο περήφανο βουνό της, μέχρι την πιο ταπεινή κοτρώνα της, η Ήπειρος Jorn, σε ευχαριστεί -σε γενικές γραμμές. Τους υπόλοιπους, όχι και τόσο. Το νεοαποικιοκρατικό κυνήγι της αυθεντικότητας, το πάντρεμα ανατολής-δύσης και άλλα τέτοια πιο γραφικά και από τα Ζαγοροχώρια, είναι ντεμοντέ ακόμα και για την ίδια. Ευτυχώς για εσάς, πιστεύω ότι δεν βαραίνουν τη γενιά μας. Αναλυτικότερα:

    Το κλαρίνο, αυτός ο μαγικός αυλός, μάλλον όντως έφτασε στην Ελλάδα με τις φιλαρμονικές των βαυαρών. Μια πολύ μικρότερη, αλλά γοητευτικότερη πιθανότητα, είναι ότι το έφεραν οι «τουρκόγυφτοι», οι μουσουλμάνοι ρομά δηλαδή, που κι αυτοί όμως το γνώρισαν περιοδεύοντας στην Ευρώπη. Όπως και να’χει, φαίνεται να ήρθε πρώτα στην πόλη των πόλεων και μετά στην Στερεά Ελλάδα ή την Πελοπόννησο.

    Το δυστύχημα είναι ότι δεκαετίες αργότερα έγινε πολιτικά τοξικό, από τη στιγμή που κάτι καραβανάδες με μαύρα γυαλιά, μαγνητοσκοπήθηκαν χορεύντας υπό τους ήχους του. Όχι ότι η μεταπολίτευση αντιπαθούσε την παράδοση, αρχικά όμως προτίμησε τα ρεμπέτικα. Ούτε οι εντεχνάδες το σνόμπαραν, απλά το πέρασαν πρώτα με απαλό έστω γυαλόχαρτο. Οι σκυλάδες αγάπησαν δικαίως την «τουρκογύφτικη» πλευρά του, που κι αυτή βέβαια, επιβίωνε μόνο στο περιθώριο μεταξύ μητρόπολης και βαθιάς επαρχίας.

    Το κακό συνεχίστηκε με τον χειρότερο επαρχιωτισμό από όλους: εκείνον που πιστεύει ότι η ξένη μουσική, οι ξένες ταινίες, η ξένη λογοτεχνία, είναι φύσει ανώτερα από τα δικά μας τα υποανάπτυκτα. Τα δημοτικά ειδικά μύριζαν ποδαρίλα και βαλκάνια, όχι σαν την πρόοδο και τα καινούρια αμάξια. Ήταν ένα πολιτιστικό πρότυπο που χωρίς καν να το καταλαβαίνει, τσίριζε πως το μέσο είναι το μήνυμα, πως το δημοτικό κλαρίνο, ασχέτως τι παίζει, είναι μπας κλας -ειδικά όταν υπάρχει μουσική για ανθρώπους που επιχειρούν στο χρηματιστήριο. Είτε λοιπόν θα παραμεριζόταν στην επικράτεια του καλτ, είτε θα παντρευόταν με κάτι ετερώνυμο για να ησυχάσουμε.

    Νομίζω ότι το μίγμα όλων των παραπάνω δημιούργησε ένα κακάσχημο πλάσμα, που άλλους τους απωθεί δικαιολογημένα, άλλους τους συγκινεί όπως ο Σλοθ στα Γκούνις. Δεν φταίει αυτό πάντως. Οι ενισχυτές ας πούμε, χρησιμοποιήθηκαν για τους ίδιους λόγους που αλλού χρησιμοποιήθηκαν στις κιθάρες, γεννώντας το ροκ’ν’ρολ. Ε, εδώ, αποδείχθηκε ότι με το στανιό, δεν ταιριάζουν όλα μεταξύ τους. Αφήνω που υπάρχουν πολύ χειρότερα crossover από κλαρίνο με reverb. Μιλάμε για συναυλιακές τερατογενέσεις, με delay να τείνει στο άπειρο, με εξοργισμένους σουβλατζήδες να νομίζουν ότι τα πλήκτρα είναι πιο ανταγωνιστικές ψησταριές.

    Το καλό το πράμα, έστω, το αυθεντικό ρε παιδί μου, υπάρχει. Και σε απόμακρα χωριά και σε δισκάδικα και σε torrents. Κατά τη γνώμη μου, και το ξεφτιλέ το πανηγυράκι, την έχει τη γλύκα του. Οι δε τσιγγάνοι, που σε κάποια χωριά της Ηπείρου ευδοκιμούν και μάλιστα ψιλοισότιμα με τους ντόπιους, είναι νομίζω οι καλύτεροι. Οι προσθήκες τους βέβαια στην πεντατονική κλίμακα, λειτουργούν περίπου όπως το σκόρδο στο τζατζίκι. Όσο θες βάζεις.

    Οι VIC τώρα, μου φαίνονται πιο τίμιοι από εκείνη την παλιότερη νεοφόλκ εμμονή να βάλουμε «την παράδοση στην πρίζα». Τους είχα δει όταν ανοίγανε κάτι θεόμουρλους τούρκους στο Passport στον Πειραιά. Ο Πιστιόλης ήταν σαν ΕΑΑΚίτης Πάνας, η υπόλοιπη μπάντα παντοδύναμη και γενικά έδειξαν όχι μόνο να έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους τις μεταμορφώσεις του κλαρίνου, αλλά και να έχουν μυριστεί τη γκοθίλα της «ελληνικής παράδοσης», με τον τρόπο της Ζατέλη ή του Παπακωσταντίνου. Ενίοτε μόνο, υπέφεραν από αυτή την ασθένεια που κάποτε έκανε τα ελληνόπουλα να ακούνε υπερβολικά πολύ Tool.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s