Μια διαδρομή σε τριάντα διαφορετικές ιστορίες, τριάντα μικρά διαδικτυακά διηγήματα του συγγραφέα Ηλία Νίσαρη που πασχίζουν, που γελάνε, χλευάζουν και καμιά φορά συγκινούν και κλαίνε καθώς όλοι μας αναζητούμε -μέσα στην αθηναϊκή ερωτική κωμωδία που λίγο έως πολύ μοιραζόμαστε- μια αιώνια «Ρίτα».
Χθες το βράδυ προσπάθησα με νύχια και με δόντια να κρατήσω τα τέρατα, τους δαίμονες –άγχος, θλίψη, φόβους και απογοήτευση δηλαδή- μακριά και όλως περιέργως, έστω προσωρινά, τα κατάφερα. Σίγουρα για το ότι τα προαναφερθέντα πλάσματα κάνουμε γιορτή, πάρτυ και παρτούζες σχεδόν κάθε μέρα στο μυαλό μου, μεγάλο ρόλο έχει παίξει πως δεν έχω καταφέρει να σταυρώσω σελίδα λογοτεχνικής ανάγνωσης εδώ και κάνα τρίμηνο. Και όταν δεν κάνεις αυτό που σε κάνει να νιώθεις καλά μια ζωή, μάλλον σκοτώνεις τον εαυτό σου. Χθες, λοιπόν, καθώς έλεγα, είπα να κάνω κάτι που μα την αλήθεια δε συνηθίζω: Να διαβάσω λογοτεχνία που κατοικεί στο διαδίκτυο με άλλα λόγια.
Στο blog του συγγραφέα Ηλία Νίσαρη προ ολίγου καιρού πήρε σάρκα και οστά ένα μίνι (ή μάξι -όπως το δει κανείς) πρότζεκτ. Κωδική ονομασία αυτού το θηλυκό όνομα «Ρίτα» -και ένα από εκείνα τα ονόματα που μπορούν να στοιχειώσουν τους ανερχόμενους συγγραφείς, όπως και το Λίζα κατά την άποψή μου.
Πρόκειται για μικρά, τοσοδούλικα, σπιντάτα διηγήματα με κεντρική θεματική την άπιαστη ιδανική κοπέλα με το όνομα «Ρίτα» και την αιώνια αναζήτηση αυτής. Άλλοτε απόμακρη, ενίοτε κατακτημένη, συχνά απογοητευτική μα ποτέ ολότελα δικιά μας. Σαν το ανοιξιάτικο αεράκι που μπορείς να το μυρίσεις για λίγο μα δε μπορείς να το κλειδώσεις στα χέρια σου ποτέ ολοκληρωτικά. Σου ξεφεύγει και σε πληγώνει, σου θυμίζει πως είσαι μικρός και συνάμα πολύ μεγάλος πια για αυτά. Τριάντα μικρά κείμενα, λόγω μεγέθους και ύφους (πιστεύω) ιδανικά για το διαδίκτυο και την υπερταχεία πληροφοριών που έγινε η ζωή μας. Γραμμένα σε τόνο στρωτό, ευανάγνωστο, με καλά ευρήματα συχνά κα δύο κυριότατα προτερήματα: την λεπτή ειρωνεία που κλείνει το μάτι στο black humour και μια pop ευαισθησία που συνήθως οι ντόπιοι συγγραφείς αποδοκιμάζουν μετά βδελυγμίας· μιας και θα μπορούσε να τους μιάνει και να τους κάνει να δείξουν το γήινο και καθημερινό πρόσωπό τους.
(Δε θα γράψω εδώ φανερά «να χαλαρώσει το μουνάκι τους» που λέει και ένας φίλος, θα το κρατήσω αντ’αυτού, σα μυστικό μεταξύ μας, εντός παρενθέσεως).
Η «Ρίτα», οι ιστορίες της δηλαδή, ταξιδεύουν σε ένα οικείο περιβάλλον, αυτό της ερωτικής κωμωδίας που όλοι λίγο πολύ ζούμε μέσα στο γνώριμο αστικό και μάλλον αθηναϊκό τοπίο. Άλλοτε είναι κάποιο μπαρ και ένας ντιτζέι, άλλοτε η κατάσταση γίνεται τραγελαφικά ντετεκτιβική και «τη ζηλεύω ρε πούστη μου πολύ» (Ρίτα #10), άλλοτε κάπως Bonnie και Clyde (Ρίτα #25), άλλοτε ξεκινάει με ένα γελάκι και ατάκες «μουγκαφόν ε μουγκαφόν» για να μοιάσει στο τέλος με καρφί που μπαίνει βαθιά στα χέρια του working class εσταυρωμένου (Ρίτα #11) και άλλοτε μιλάνε για μια Ρίτα που γυμνή σχεδόν παίζει πιάνο για τους πελάτες της και ύστερα το τοπίο αλλάζει και η κάμερα εστιάζει εκεί που, ναι, η ζωή μπορεί να ενώσει τους ελεεινούς, τους ταπεινωμένους αποδιοπομπαίους τράγους. Και εκείνοι να ζήσουν ευτυχισμένοι, όχι σαν παραμύθι αλλά σαν ζωή πραγματική, σε μια αγκαλιά καθώς ο ήλιος ανατέλλει (Ρίτα #13). Αυτές οι δύο τελευταίες φράσεις που έγραψα είναι άκρως πομπώδεις, ακριβώς ότι δηλαδή δεν είναι, και είμαι σίγουρος πως δε θέλει να είναι η γραφή του Ηλία Νίσαρη. Αντίθετα θέλει να είναι απλή και όχι απλοϊκή γιατί όπως λέει ψιθυριστά και ένας ήρωάς του: «Ακόμα και τώρα, που είμαι πίτα / καμιά πιο όμορφη από την Ρίτα».
Κλείνοντας, λοιπόν, θα παραθέσω έναν στίχο από τα Ξύλινα Σπαθιά, μια από τις λίγες αγαπημένες μου ελληνόφωνες μπάντες που λέει: «Η Ρίτα αλλάζει / τώρα πια δεν τη τρομάζει / η νύχτα τα φώτα / όχι πιά, όχι όπως πρώτα». Και αυτό το κάνω για να θίξω ακροθιγώς και εξυπνακίστικά ένα μάλλον μείζον ζήτημα. Αυτό του μέσου. Μιας και στα προαναφερθέντα διηγήματα ένιωσα πως υπάρχει τρόπος η ελληνική λογοτεχνία στο ίντερνετ να βρει έναν εαυτό που να ταιριάζει στο εν λόγω μέσο –και όχι απλά να τρομάζει και να γοητεύεται από τις ερεβώδεις λάμψεις του αχανούς διαδικτύου με αποτέλεσμα να γράφεται έχοντας την ψυχή της στο χαρτί αλλά το βλέμμα της στο ίντερνετ.
πάρα πάρα πολύ μου άρεσε το κείμενο! ξεκίνησα ήδη να διαβαζω τα της Ρίτας..
Σε ποία # Ρίτα έχεις φθάσει;
Τι σε τρωει ρε jorn?
Στην πρώτη παράγραφο αναφέρεσαι;
Ναι.
κι ειμαι ηδη στη ριτα 5
Με τρώνε τα προβλήματα διαφόρων ειδών και η εργασιακή ανασφάλεια -μεταξύ πολλών άλλων. Επίσης είμαι natural γκρινιάρης. Επίσης θα μπορούσα να πω πως φοβάμαι για την παγκόσμια ειρήνη, για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και το λιώσιμο των πάγων αλλά δεν θα το κάνω γιατί είναι ψέμματα.
Συνέχισε τις «Ρίτες», γύρω στο 10 με 15 είναι καλύτερες για μένα.
ωραίο κείμενο για ωραία κείμενα… Ρίτα #13 πολύ μ’ άρεσε
Και μένα η #13 είναι η αγαπημένη μου -ίσως και με διαφορά.
Jorn, το αγαπημενο μου μεχρι το 15 ειναι το 2 που ο τυπος εκατσε στ’αυγα του.
Θα έλεγα «είσαι πεζή ρε Bellafon ώρες ώρες» εάν δεν μου άρεσε και εμένα η ιστορία (που θυμίζει την πραγματικότητα όπως την ξέρουμε).
Ωραίο!!! Τώρα με τη λέξη «πρότζεκτ» άμα σου πω ποιον μου θύμισες,
θα μελαγχολήσουμε κι οι δυο.
Ωραία τώρα που είπαμε τις δικές μας αγαπημένες, εγώ είμαι πολύ περιέργη να μάθω ποιες είναι οι αγαπημένες του συγγραφέα τους.
Γεια σας κι από μένα! Ευχαριστώ πολύ για το άρθρο και για τα σχόλια. Οι αγαπημένες μου σαν ιστορίες είναι η βροχερή Ρίτα και η Ρίτα που χορεύει Σοπέν – δεν είναι, όμως, και αυτές που είναι βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα.
Μπραβο κι απο »κοντα» για τις ωραιες σου ιστοριες. Επιμενω οτι η ριτα 2 ειναι φανταστικη και ξεβρακωνει, αν μου επιτρεπεις, τη δειλια πισω απο το ρομαντισμο.
Σ’ ευχαριστώ πολύ! Η Ρίτα 2 είναι όντως κομβική ιστορία στο πρότζεκτ.
πολύ ωραίες οι ρίτες! jorn ευχαριστούμε πολύ για τη γνωριμία!
Μπορείτε να κατεβάσετε – εντελώς δωρεάν – όλες μαζί τις Ιστορίες της Ρίτας, σε μορφή application για android από την ακόλουθη διεύθυνση: http://www.automon.gr/2014/08/NisHli-OITR.html