Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Κεφ. 3ο: Η μόλυνση

Ένα υπαρξιακό δράμα σε συνέχειες, εδώ στο τρίτο του επεισόδιο όπου: Ο Λούτσι έχει νέο συγκάτοικο, απολαμβάνει κύματα χειροκροτημάτων και αποφεύγει ανεπιθύμητους επισκέπτες.

lucci 3-1Ξύπνησε από ήχο νερού που έτρεχε με χαμηλή ροή, άνοιξε τα μάτια του και χωρίς μεγάλη έκπληξη συνειδητοποίησε πως βρίσκεται δίπλα σε ένα έμβρυο γιγιαντιαίων διαστάσεων, σε ένα σχεδόν σχηματισμένο μωρό με τεράστιο κεφάλι και φουσκωτή κοιλιά. Κάπως σαν τη δική του, σκέφτηκε, και την κοίταξε με ικανοποίηση. Ξανάκλεισε για λίγο τα μάτια απολαμβάνοντας την ασφάλεια που του πρόσφερε η αίσθηση της παρουσίας του νέου του συγκατοίκου και ευχαριστήθηκε με την ψυχή του λίγα ακόμα λεπτά απόλυτης γαλήνης. Μέσα στα κλειστά του βλέφαρα σχηματίστηκε η εικόνα εκείνης της μαντόνας του πατρικού σπιτιού, και η ιδέα πως θα μπορούσε να γίνει ο δούρειος ίππος του. Τι σκέψη ήταν πάλι αυτή και από πού ερχόταν; Το υποσυνείδητό του ήθελε χαλινάρι, σκέφτηκε.

Μέτρησε λίγα τελευταία δευτερόλεπτα πριν ανοίξει ξανά τα μάτια, και απόλαυσε το χειροκρότημα. Το κοινό χειροκροτούσε πάνω από μία ώρα -του το είπαν, δεν το γνώριζε- μιας και για το Λούτσι ο χρόνος πάνω στη σκηνή αποτελεί ιδιαίτερη αϊνσταϊνική συνθήκη. Υποκλίθηκε για τελευταία φορά, εκατοστή εξηκοστή πέμπτη για την ακρίβεια, και αποχώρησε για το καμαρίνι του.

lucci 3-2Ένιωθε το στήθος και το λαιμό του να βράζουν από ζωή, τα ρουθούνια του θαρρούσε μπορούσαν να ρουφήξουν όλο το οξυγόνο της Όπερας του Τορίνο και να αφήσουν σε ασφυξία τις χιλιάδες του κόσμου που αποχωρούσε αργά. Αντί να εισπνεύσει όμως μια τόσο μεγάλη ποσότητα αέρα και να προκαλέσει πανικό, προτίμησε να ανοίξει απλώς την πόρτα του καμαρινιού.

Το καμαρίνι ήταν υπερβολικά φωτεινό, λες και κάποιος είχε κρεμάσει τον ήλιο στο ταβάνι. Το πρώτο του βήμα ήταν πάνω σε γρασίδι καταπράσινο, γύρω άλογα έβοσκαν ήρεμα, έκατσε στην καρέκλα και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Πίσω του μπορούσε να δει μια αχανή έρημο, καμήλες και βεδουίνους στο βάθος, και μια όαση στα αριστερά και διαγώνια. Και ήταν όαση, όχι οφθαλμαπάτη, μια όαση που έπνιξε κάποτε μια Φάτα Μοργκάνα στα λιγοστά νερά της. Χτύπησε η πόρτα · για πρώτη φορά στη ζωή και την καριέρα του, δεν είχε τη διάθεση να τον συγχαρεί κανείς. Ξαναχτύπησε η πόρτα. Ο Λούτσι άνοιξε το συρτάρι του καθρέφτη, έβγαλε ένα όπλο και έξι σφαίρες. Τα ακούμπησε πάνω στο ξύλο. Σήκωσε ένα-ένα τα πόδια του και μπήκε προσεχτικά μέσα στο συρτάρι. Μη ρωτήσει κανείς πώς χώρεσε. Ξάπλωσε όπως-όπως και έσπρωξε με τα πέλματα δυνατά προς τα μέσα, όσο μπορούσε δηλαδή για να το κλείσει αρκετά ώστε να μην τον ανακαλύψουν, αλλά και να μπαίνει μια ικανοποιητική ποσότητα αέρα. Αποκοιμήθηκε εκεί, με τα ρούχα παράστασης, ως το επόμενο πρωί, που τον ξύπνησαν τα βιαστικά βήματα του καθαριστή.

Όταν τα βήματα απομακρύνθηκαν βγήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε από το συρτάρι, το όπλο έλειπε, όμως δεν είχε καιρό να ασχοληθεί, θα το φρόντιζε αργότερα αυτό το ζήτημα, γατοπατώντας έφτασε στην έξοδο καλλιτεχνών. Το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά του τον οδήγησε στο ξενοδοχείο, ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες ως τον έκτο μιας και τα ασανσέρ ήταν κατηλειμμένα και δεν ήθελε να τον δει κανείς όσο θα τα περίμενε, και μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο. Με ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στο κρεβάτι, πέταξε παπούτσια και ρούχα και χώθηκε κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμα. Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι. Έφερε στο μυαλό του όλη την προηγούμενη νύχτα, όλα ήταν λίγο αλλόκοτα, εντάξει, δεν ήταν τρελός, ήταν απλώς άρρωστος. Είχε μολυνθεί από τον ιό της νοσταλγίας.

Το απόγευμα προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Μπολόνια με μια μικρή καθυστέρηση, ο οδηγός τον περίμενε ακριβώς μπροστά από τις αφίξεις. Σε μισή ώρα βρισκόταν ήδη στο διαμέρισμά του, πριν κάνει οτιδήποτε άλλο και πριν καν κλείσει την εξώπορτα, έτρεξε στο τηλεχειριστήριο για να ανοίξει την μεγάλη οθόνη. Πατούσε και ξαναπατούσε το ον, πάτησε όλα τα κουμπιά, από όλα τα τηλεχειριστήρια, δοκίμασε ξανά και ξανά και ξανά. Ματαίως.

εικονογράφηση: Γιώργος Τσόπανος

—————————————————————————————————————————————-

Σε περίπτωση που θέλετε να διαβάσετε το προήγουμενα επεισόδια της μνημειώδους saga του Λούτσι, ιδού:

Δεύτερο Επεισόδιο

Πρώτο Επεισοδίο

 

16 σκέψεις σχετικά με το “Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Κεφ. 3ο: Η μόλυνση

  1. Αυτό το χώθηκε κάτω από το πουπουλένιο του στρώμα, μου θύμισε άλλες εποχές, όπου η οξεία κούραση χάριζε έναν νηφάλιο ύπνο -μιας και δεν υπήρχε τότε το άγχος για να τα διαλύει όλα.

    Καήμενε Λούτσι, μάλλον το περίστροφο είναι μόνη λύση σου τόσο στον ύπνο όσο και στον ξύπνιο σου.

      • Ναι Jodline, στάνταρ, γι’αυτό πρέπει να είσαι κάθε βράδυ στα κοινωνκά δίκτυα μέχρι τις έξι η ώρα το πρωί -επειδή ο νηφάλιος ύπνος υπάρχει ακόμα για όλους μας. Ασε τα ψέματα.

          • Ναι, εσύ και τα emo. Μισό λεπτό να φέρω τα ξυραφάκια μου να χαρακωθούμε στο σύνταγμα.

            Ελπίζω ο Λούτσι να μη βγει και αυτός έτσι.

            υγ: jodline, συγγνώμη για το μπαραζ εριστικών σχολίων, αλλά έχω βαρεθεί να βρίζω τον Jimmy Glass μετά από δύο χρόνια συνεχούς ξεφτίλας.

            • Παρακαλώ, χαρά μου. Αλλά να ξέρεις ότι κι ο Λούτσι είναι κι εκείνος γνήσιο δισέγγονο του Ρομαντισμού. Θα σου πρότεινα να σταματήσεις για μια εβδομάδα να ακούς αυτά τα νιχιλιστικά πράματα, ανησυχώ για σένα.

              • O νιχιλισμός καλή μου είναι κοντά κοντά με τον ρομαντισμό, ή μάλλον είναι το καλύτερο παιδί του. Είμαι το παιδί του Λούτσι.

  2. Παράθεμα: Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Κεφ. 4ο: όλα μείον ένα | Τα Νέα του Βελγίου

  3. Παράθεμα: Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Kεφ. 5ο: Μετά το χάος ο παράδεισος και μετά | Τα Νέα του Βελγίου

  4. Παράθεμα: Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Kεφ. 6ο: Ο θρόνος | Τα Νέα του Βελγίου

  5. Παράθεμα: Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Kεφ. 7ο: Το αντίδοτο | Τα Νέα του Βελγίου

  6. Παράθεμα: Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Κεφ. 8ο: η εξήγηση | Τα Νέα του Βελγίου

  7. Παράθεμα: Ο Λούτσι δε θέλει να πεθάνει | Κεφ. 9ο: το δίλημμα | Τα Νέα του Βελγίου

Αφήστε απάντηση στον/στην jodline st-felix Ακύρωση απάντησης