Δίσκοι που δε σταμάτησα να ακούω: Arctic Monkeys – Favourite Worst Nightmare

Click it and see

Όσο ήμουν στην Αγγλία, και για τα δυόμισι περίπου χρόνια, δε σταμάτησε ποτέ να υπάρχει ένα συνεχές θέμα στο μυαλό μου, σαν μόνιμο μοτίβο που έπαιζε ενώ έκανα οτιδήποτε άλλο. Ήταν χωρισμένο αφενός στο ποια είναι η θέση μου εκεί, ως επισκέπτης, αλλά όχι τόσο προσωρινός, κι αφετέρου στο ποια είναι η σωστή ισορροπία μεταξύ της ταυτότητας (μου) και πολιτισμικής διαφοροποίησης από τη μία, και αφομοίωσης της αγγλικής κουλτούρας από την άλλη. Όχι ότι καθόμουν και τα σκεφτόμουν νύχτες ολόκληρες χωρίς να με πιάνει ύπνος, απλά ήταν κάτι που λανθάνοντας επηρέαζε μόνιμα την καθημερινότητά μου, αλλά φαντάζομαι και λίγο-πολύ όλους τους άπειρους μη Άγγλους στην Αγγλία.

(Άσχετο με το θέμα μας αλλά σχετικό με τα προηγούμενα: το γεγονός ότι στην αρχή πήγα για να βρω δουλειά εκεί, έντεινε κάπως στην αρχή όλα αυτά, με αποτέλεσμα τρία χρόνια αργότερα να βουρκώσω άσχημα μπροστά σε άλλους καθηγητές γλωσσών όταν ένας Γερμανός φίλος μάς έπαιξε στην κιθάρα ένα τραγούδι για τους Gastarbeiter. Θα πρέπει να νόμιζαν ότι έχω κάνει τουλάχιστον ανθρακωρυχείο οι άνθρωποι.)

Για να μην τα πολυλογώ, το ότι βρήκα δουλειά να διδάσκω τη γλώσσα μου βοήθησε από όλες τις πλευρές. Και ο χώρος που δούλευα με δεχόταν με είχε προσλάβει για αυτό που είμαι, και εγώ μετέδιδα και δεχόμουν πολιτισμό με το κιλό, σε περιβάλλον που ενθάρρυνε όλα αυτά. Όχι βέβαια ότι σε άλλη δουλειά θα είχα και κανένα παλαβό πρόβλημα να αφομοιωθώ, η Αγγλία ξέρει αρκετά καλά στο να δέχεται κόσμο που να δουλεύει για αυτήν και να προάγει μέσω αυτών την οικονομία της. Απλά το άγχος έφυγε μια ώρα αρχύτερα.

Μέρος του να μάθω την αγγλική κουλτούρα ήταν φυσικά η μουσική της. Δε χρειάζεται να αναφέρουμε πόσο σοβαρά παίρνει αυτή η χώρα τη μουσική της βιομηχανία. Αλλά, συνειδητοποιούσα νωρίς, η αγγλική μουσική που ακούμε στην Ελλάδα δεν είναι και ακριβώς αυτή που ακούν εκεί. Κι επίσης, όσα έρχονται εδώ ως εναλλακτικά άλμπουμ, ως εναλλαγή δηλαδή σε σχέση με την εγχώρια μουσική, που είτε έχεις στομάχι να την ακούσεις είτε όχι, αλλά σίγουρα θα τη φας στη μάπα, εκεί λοιπόν αυτά τα άλμπουμ μού τα μάθαινε η 64χρονη μαθήτριά μου που τα είχε αγοράσει ο 67χρονος σύζυγός της. Με άλλα λόγια, στην Αγγλία το να ακούς David Bowie ή Florence and the Machine ή Jethro Tull δε σε κάνει ατομάρα, γιατί εκεί δεν έχει μπουζούκια.

Το Favourite Worst Nightmare των Arctic Monkeys κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2007, όταν ήμουν ήδη εφτά μήνες στη χώρα. Την κυκλοφορία του δεν την έμαθα από φίλους που ακούν την ίδια μουσική, ούτε από το μουσικό site crackhitler, που ήδη ήταν γνωστό. Το μετρό αλλά και ο σιδηρόδρομος είχαν γεμίσει από αφίσες που διαφήμιζαν την τότε νέα κυκλοφορία της μπάντας από το Sheffield, όσο συχνά βλέπουμε εδώ να διαφημίζεται κάποια τράπεζα ή δεν ξέρω τι άλλο. Και πώς όχι άλλωστε, αφού το ντεμπούτο της μπάντας που είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά είχε σπάσει το ρεκόρ του Definitely Maybe των Oasis ως «the fastest-selling debut album in British music history». Και το κρατάει ακόμα το ρεκόρ. Μπράβο πιθήκια. Ο κόσμος το αγόρασε και το δεύτερο άλμπουμ, πολύ. Και οι Arctic Monkeys τους το ανταπόδωσαν, αφού ο δίσκος αποδείχτηκε ένα μικρό διαμαντάκι.

Όταν ένα μήνα αργότερα η μαθήτριά μου είπε ότι ο σύζυγος έχει ήδη το δίσκο σπίτι, για κάποιο λόγο την επόμενη μέρα πήγα και τον αγόρασα, σαν να είχα αργήσει, σαν εφτά μήνες στην Αγγλία δεν είχα φάει ακόμα μπακαλιάρο και πατάτες από το δρόμο. Και φυσικά χωρίς να έχω ιδέα αν ο δίσκος είχε επιτυχία στην Ελλάδα. Και είχε επιτυχία, φυσικά, όπως  και παντού. Αφού, να, πώς να το πω, είναι και γαμώ τους δίσκους. Πρώτη φορά άκουγα τότε δίσκο με γκαράζ-πανκ αισθητική αλλά και με τόση τέχνη, δίσκο που βγάζει τόση τσίτα και ενέργεια, χρησιμοποιώντας ελάχιστη παραμόρφωση στην παραγωγή της, και με στίχους που έχουν κι ένα κατιτίς για να σε ιντριγκάρουν.

Ήταν το τελευταίο CD που αγόρασα ποτέ. Και γυρνώντας Αθήνα το άφησα στο αμάξι και είναι ακόμα μέσα στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου [sic] από τότε, κι από τότε δεν έχω σταματήσει να το ακούω, εναλλάξ με ένα άλλο CD από μπάντα επίσης από το Sheffield, αλλά για αυτό αργότερα. Δεν ξέρω αν το αγόρασα για τους λάθος λόγους, επειδή την είδα ότι είναι κάποιο κομμάτι πολιτισμού που πρέπει να μελετήσω, ή γιατί θεώρησα το σύζυγο της μαθήτριάς μου ως ένα είδος βρετανού γκουρού που δεν είχα καν γνωρίσει από κοντά. Σίγουρα όμως ήταν σωστή επιλογή, γιατί άλλα πράματα είναι που κάνουν ένα δίσκο διαχρονικό, κι όχι η μαλακία στον εγκέφαλο που έχεις όταν τον αγοράζεις.

Για όλη τη λίστα των δίσκων, πατήστε εδώ.

21 σκέψεις σχετικά με το “Δίσκοι που δε σταμάτησα να ακούω: Arctic Monkeys – Favourite Worst Nightmare

  1. 1) δεν βγήκαν και πολλοί καλύτεροι δίσκοι την περασμένη δεκαετία από αυτόν. Ισως και κανένας. Λογικό μου φαίνεται που έπαθες αυτό που έπαθες. Εγώ δεν το έπαθα βέβαια, αλλά το έπαθα λίγο με τους The Last Shadow Puppets που είναι συγγενείς.

    2) Υπάρχει περίπτωση ο σύζυγος της μαθήτριάς σου να μοιάζει με τον Jim Broadbent ή πρέπει να βρω άλλη φάτσα να τον ταυτίσω;

    3) απολαυστική εξομολόγηση στην αρχή του ποστ.

  2. 2) Να σου πω, δεν έχει καμία σχέση, άσε που είναι κοκκινοτρίχης, αλλά επειδή κι εγώ ένα απόγευμα τον είδα μόνο, κάπως έτσι την έχω τελικά τη φάτσα του στο μυαλό μου.

  3. μπήκα wikipedia να βρω διάσημες μπάντες από το sheffield. Τους pulp φαντάζομαι λες ε (ειρωνεία)?

    δε χρειαζόταν βέβαια η wikipedia για να βρω τον επόμενο δίσκο – απλά να κοιτάξω λίγο καλύτερα το άβαταρ σου…

  4. Στο σημείο αυτό να πω ότι ο Βασίλης Μπορμπόκης έπαιξε για ένα φεγγάρι στην Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Ο Αλεξ Τέρνερ τότε ήταν 11 χρονών. Σίγουρα είχε φανέλα Μπορμπόκη.

  5. Εχουν περάσει κάτι μέρες αλλά με αφορμή το κείμενό σου άκουσα ξανά τον δίσκο (λεπτομέρεια: τον ακούω και αυτή τη στιγμή) και τον εκτίμησα αρκετές φορές περισσότερο από όσο ήδη τον εκτιμούσα: Εχω ακούσει ελάχιστα καλύτερα (καινούρια) πράγματα τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον σ’ αυτό το στιλ.

  6. Παράθεμα: 6+1 πράγματα που πρέπει να μάθετε για τους Arctic Monkeys (πριν σας θάψουν) | Τα Νέα του Βελγίου

Αφήστε απάντηση στον/στην jorn hammerrat Ακύρωση απάντησης