Υπάρχουν βιβλία στη βιβλιοθήκη που δεν τα ακουμπάς. Άλλα μεγάλα, άλλα με βαρύγδουπα ονόματα και άλλα επειδή είναι γραμμένα από γυναίκες.
Μάλιστα, το παραδέχομαι, αυτή είναι η θλιβερή μου αλήθεια. Επί χρόνια έκανα προσπάθειες με γυναίκες συγγραφείς αλλά ποτέ μου δε με γέμισαν. Όχι ότι υπήρχε έλλειψη ποιότητας στα γραπτά τους, το αντίθετο, απλά κάτι δε μου έκανε «κλικ». Δε χρειάζεται να επικαλεστώ καμία χυδαία αυθεντία ούτε κάποιο macho συναίσθημα,απλά δε μου κάθονταν –τα βιβλία. Δε μπορώ να επιχειρηματολογήσω υπέρ της τάσης μου –και προφανώς δε χρειάζεται να αυτοψυχαναλυθώ εδώ στο blog. Φέτος η ανάγνωση του Σάββατο Βράδυ στην Άκρη της Πόλης (1996) της Σώτης Τριανταφύλλου, άρχισε να με πείθει για το αντίθετο. Όμως ούτε αυτό ήταν πραγματικά αρκετό.
Επί χρόνια στα ράφια της βιβλιοθήκης των γονιών μου υπήρχαν τα βιβλία της βραβευμένης με νόμπελ Toni Morrison. Και η μάνα μου πάντα να λέει πόσο «δυνατά», πόσο «ζεστά», πόσο «ζωντανά» είναι. Εγώ αρνητικός. Το μόνο που χρειάστηκε τελικά ήταν ένα κείμενο υπό τη λατρεμένη μορφή της λίστας για να με πείσει. Το νέο τρομερό παιδί της λογοτεχνίας του φανταστικού, China Mieville, πρότεινε 50 βιβλία φαντασίας -τι άλλο;- που καλό θα ήταν να διαβάσει κάθε αριστερίζων αναγνώστης –και εγώ είχα τα αυτιά και τα μάτια μου ορθάνοιχτα. Κάπου
στη μέση της λίστας έκανε την εμφάνισή της η Αγαπημένη (1987) της Morrison. Περίεργο και όμως αληθινό. Όπως απόλυτα «αληθινό» θα αποδεικνυόταν και το βιβλίο. Έτσι, λοιπόν, ένας άρρεν συγγραφέας με έπεισε να δοκιμάσω ξανά την τύχη μου σε θηλυκές λογοτεχνικές σελίδες. Τελικά, συχνά, οι ακριβότεροι θησαυροί βρίσκονται ακριβώς κάτι από τη μύτη σου. Αν και να τονίσω πως μια εβδομάδα πριν είχα διαβάσει –πάλι τραβώντας το από τη βιβλιοθήκη των γονιών μου- το Οι Άνθρωποι του Τζούλυ (1981) της επίσης βραβευμένης Nadine Gordimer χωρίς θαυμαστά αποτελέσματα.Καλογραμμένο αλλά…
Η Αγαπημένη όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Ήδη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, ένιωσα κάτι βαθύτερο να με τραβάει σε αυτό. Μια ιστορία απόλυτης αγάπης και έρωτα ανάμεσα σε μια καταραμένη μάνα και ολόκληρο το σύμπαν που της εναντιώνεται. Σε μια Αμερική που κυλιέται στο βούρκου του εμφυλίου και οι μαύροι κάτοικοι της αξίζουν κάτι λιγότερο από ζώα στα μάτια και τα χέρια των λευκών. Άντρες και γυναίκες που ζούνε στις παρυφές της ίδιας της ζωής. Κάπου ανάμεσα στη σκλαβιά και στο όνειρο. Με δοξασίες, ήθη και έθιμα γεμάτα μυρωδιές από τη μάνα γη Αφρική από όπου τους τράβηξαν βίαια. Και τους έβαλαν να ζευγαρώνουν σα να’ναι άλογα, τους έβαλαν να δουλεύουν τα χωράφια σα’ναι εργαλεία –με ελάχιστο ύπνο και ακόμα λιγότερο φαί. Που τους έπαιρναν τα παιδιά μέσα από τα χέρια για να τα πουλήσουν σα να είναι ζωντανά. Που βίαζαν τις γυναίκες σε σκοτεινούς αχυρώνες και έβαζαν φίμωτρο σκυλιών στους άντρες, τόσο σφιχτό, που τους έκαναν να χάνουν και τη τελευταία σπίθα ψυχής από μέσα τους. Η Σηθ και ο Πωλ Ντη, σκλάβοι του αγροκτήματος του επιλεγόμενου και Ζεστού Σπιτικού, θα χρειαστούν το φρικώδες μίσος ενός φαντάσματος που ζητιανεύει την αγάπη που του στέρησαν, για να θυμηθούν πως τελικά είναι άνθρωποι –και όχι κάτι άλλο.
Το μεγαλείο όμως του βιβλίου –κατά την άποψη μου- βρίσκεται περισσότερο στον ρυθμό του και λιγότερο στη συνταρακτική του ιστορία.
Ένας ρυθμός γλυκός σαν αμαρτία και κοφτός σα μαχαίρι που τρυπάει τον αναγνώστη όπως μόνο μια έντονη ερωτική εμπειρία μπορεί. Με μια μουσικότητα που αποπνέει τον αέρα ζεστού, υγρού και μυστηριώδες δάσους. Όχι όμως της γνωστής ζούγκλας με την οποία γελοιωδώς ταυτίζουμε συχνά τους Αφρικάνους. Αλλά –όπως και η ίδια η συγγραφέας λέει- της ζούγκλας που φύτεψαν στους μαύρους σκλάβους οι δυνάστες τους. Που με το ξύλο, το φονικό, τους βιασμούς και τον εξευτελισμό έκαναν εκατομμύρια ανθρώπους να μη ζούνε στο τώρα. Τους έκαναν να στέλνουν τους εαυτούς σε κάποιο μακρινό υπερπέραν για να αντέξουν τα δεινά. Τους πήραν το βλέμμα και τους άφησαν μάτια νεκρά. Τους έφτιαξαν ένα κόσμο τόσο τρομακτικό που στο τέλος, φοβούμενοι τη θηριωδία, βαθιά μέσα τους οι λευκοί έγιναν τα πραγματικά θηρία του τόπου αυτού. Έκλεψαν από τους σκλάβους το σήμερα τους και στη θέση του φύτεψαν μια ζούγκλα. Άγρια, βίαιη και σαγηνευτική να στην εξιστορούν, μα ζούγκλα πανάθεμα τη.
Το γράψιμο της Toni Morrison έχει ονομασία προέλευσης.
Και είναι τόσο μοναδικό που διαβάζοντας δέκα γραμμές δικές της μπορείς να είσαι σίγουρος πως ανήκουν σε εκείνη. Τελικά, ψάχνοντας βαθύτερα και αφιερώνοντας λίγο περισσότερο χρόνο σε κάτι –όπως σε αυτή την περίπτωση στην έννοια «γυναίκα συγγραφέας»- κανείς μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει. Αφού η αφιερωση αυτή σε κάνει να βλέπεις την πραγματική του ομορφιά. Στο κάτω κάτω της γραφής, όπως έχω γράψει ξανά, δεν υπάρχουν διακρίσεις στη λογοτεχνία. Υπάρχουν εξωτερικοί παράγοντες που επηρεάζουν τους γράφοντες – το φύλο τους, η εθνικότητά τους, κάποια τραυματική εμπειρία- αλλά στο τέλος τα βιβλία χωρίζονται σε καλά και κακά. Σε βιβλία που σου κάνουν και άλλα που δεν. Απλά κάποια κείμενα –ξέρεις πως- δε πρόκειται να ξεχάσεις ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή σου, αυτό που σου προκάλεσαν.
Δεν έχω διαβάσει ποτέ Μόρισον, χαίρομαι που σου άρεσε.
Πολύ σωστός και στο φινάλε σου.
Θέλω να πω και κάτι που το βγάζω απ’ το μυαλό μου αυτή τη στιγμή και δεν ξέρω αν ισχύει αλλά οι γυναίκες συγγραφείς δεν είναι και απείρως λιγότερες απ’ τους άνδρες; Χωρίς την ποίηση. Θέλω να πω, αν ισχύει αυτό που λέω, μήπως είναι και στατιστικό το θέμα;
Ναι, ακριβώς αυτό σκεφτόμουν και εγώ. Είναι πολύ λιγότερες. Όπως και οι γυναίκες μουσικοί και ζωγράφοι. Σκατά. Τα μωρά φταίνε να ξέρετε.
Νομίζω πως το παρακάτω γράφημα μιλάει από μόνο του:
http://www.vidaweb.org/the-2011-count
Και τα στοιχεία για πέρσι.
Φανταστείτε 50 ή μάλλον 100 χρόνια πριν.
Πάντα ένα βήμα μπροστά το Granta. Ζήτω οι γυναίκες.
Το ποιο;
http://www.granta.com/
θενκς!
Αλλά ας μη το παρακάνουμε. Να καταλήξουμε σε αντίστροφο σωβινισμό.
Παράθεμα: O Θάνατος του Martin Eden « Τα Νέα του Βελγίου
Παράθεμα: Φιλοσοφικής Δεσμώτες Vol. 5 « Τα Νέα του Βελγίου