Ισως να μπορούσαμε να πούμε, για τη χαρά του κλισέ, ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, σε αυτούς που αφήνουν βιβλία στη μέση και σε αυτούς που βασανίζονται για μήνες, που αφήνουν ψυχοφθόρα το βιβλίο τους να σκονίζεται στο κομοδίνο και να πιέζει το υποσυνείδητό τους. Ψυχαναγκαστικά, πρέπει να το τελειώσουν.
Δεν το καταλάβαινα. Από τη σχέση μας με τα βιβλία μόνο παίρνουμε. Δεν τους οφείλουμε τίποτα. Οταν σταματήσουν να μας διασκεδάζουν, τα αφήνουμε στη μέση. Είτε έχουμε διαβάσει δέκα σελίδες, είτε μας μένουν δέκα για το τέλος. Ακόμα και αν χάσουμε ένα φοβερό φινάλε ή μια ανατροπή, μια καταπληκτική ιδέα ή την πιο άρτια πρόταση, κατά τη γνώμη μου δεν πειράζει, τι να κάνουμε; Οπότε ψυχαναγκασμούς τύπου δεν αφήνω ένα βιβλίο στη μέση δεν είχα ποτέ. Μόνο που τον τελευταίο καιρό (και αυτό σημαίνει τα τελευταία δυο χρόνια περίπου) ξεκίνησε να με ενοχλεί το γεγονός ότι αφήνω πλέον στη μέση ακόμα και βιβλία που μου αρέσουν πραγματικά. Σαν ένας αντίστροφος ψυχαναγκασμός τύπου αφήνω πάντα ένα βιβλίο πριν το τελειώσω. Οχι πάντα, προφανώς. Αλλά πάρα πολλές φορές αφήνω ένα βιβλίο πεισματικά στην άκρη, χωρίς να είμαι σίγουρος γιατί το κάνω αυτό.
Aρχισα να απορώ για το αν τελικά απολαμβάνω τη λογοτεχνία (μόνο για λογοτεχνία μιλάω παρεμπιπτόντως) και μήπως με τα χρόνια απλώς βαρέθηκα το διάβασμα και τυχαία καμιά φορά διασκεδάζω με κάποιο βιβλίο, γεγονός που, είναι η αλήθεια, συμβαίνει ιδιαίτερα σπάνια πλέον. Και δεν λέω ότι παράτησα τον Δον Κιχώτη, που θα ήταν να πεις μια λογική επιλογή. Για να καταλάβετε, ένα καλό παράδειγμα, είναι ότι άφησα στη μέση τον Αθώο, του Ιαν Μακ Γιούαν. Μικρό βιβλίο, εξαιρετικό, πολύ δυνατές εικόνες, συμπαθητική πλοκή, στο στιλ μου. Διάβασα περίπου τα 3/5 και λίγο παραπάνω. Μετά δεν το έπιασα ξανά και δεν έχω ιδέα γιατί. Μάλιστα το πρότεινα και σε κάποιον να το διαβάσει.
Οπως συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα προβλήματα της ζωής, αρχίζεις να νιώθεις καλύτερα όταν συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι μόνος. Ο Mark O’Conell έγραψε στο New Yorker ένα άρθρο περιγράφοντας την ίδια πάθηση, προσπαθώντας να απαντήσει κι αυτός στο γιατί παρατάει (και) τα βιβλία που του αρέσουν. «Ανησυχώ μήπως είναι ένα σύμπτωμα μια γενικότερης αδυναμίας χαρακτήρα ή κάποια μοιραία ατροφία του πνεύματος». Στη συνέχεια κατηγόρησε το ίντερνετ, που έχει παίξει τον ρόλο του στο να ελαττωθεί η ικανότητα της ουσιαστικής ανάγνωσης, διδάσκοντάς μας την τεχνική του διαγώνιου διαβάσματος. Σωστό είναι αυτό και πράγματι, η προσοχή μας εκπαιδεύτηκε να διασπάται, αλλά δεν ξέρω πόση σχέση μπορεί να έχει αυτό.
Πολύ σχετικό και ενδιαφέρον ήταν και το κείμενο Who stole our reading time? του Alan Bissett στον Guardian. Γράφει εν πολλοίς για την υπερπροσφορά της διασκέδασης και όλα αυτά που τελικά κλέβουν τον χρόνο που πριν είκοσι χρόνια θα ήταν διαθέσιμος για ένα βιβλίο. «Σήμερα, ο αναγνώστης δέχεται επίθεση από εκατοντάδες τηλεοπτικά κανάλια, 3D cinema, βιομηχανίες βιντεοπαιχνιδιών που κάνουν το Χόλιγουντ να μοιάζει μικρό, iPhones, Wii, YouTube, free press, μια διογκωμένη κουλτούρα διασημοτήτων, άμεση πρόσβαση σε όλη τη μουσική που γράφτηκε ποτέ, 24ωρη αθλητική ενημέρωση και DVD σειρών όπως τα Wire, Mad Men και Lost που αναπαράγουν λίγη απ’ την έκταση και το βάθος της λογοτεχνίας». Αλήθεια είναι. Χάνουμε την υπομονή μας με τα βιβλία επειδή επιλέγουμε να να περνάμε τον χρόνο μας διαφορετικά. Δεν είναι καλύτερα ή χειρότερα. Απλώς δεν υπάρχει χρόνος για όλα.
Εκτός αν πρέπει να αντιμετωπίσουμε το διάβασμα εντελώς διαφορετικά. Αν για κάποιον προσωπικό, υποκειμενικό ή ελιτίστικο λόγο πρέπει να θεωρήσουμε ότι το διάβασμα είναι υψηλότερη μορφή διασκέδασης. Συνεχίζει ο Bissett και αναφέρει κάτι που είχε γράψει ο Ντελίλο σε ένα γράμμα του προς τον Φράνζεν. «’Το γράψιμο είναι ένα είδος προσωπικής απελευθέρωσης […]Οι συγγραφείς δεν γράφουν για να είναι περιθωριακοί ήρωες κάποιας υποκουλτούρας αλλά κυρίως για να σώσουν τους εαυτούς τους, να επιβιώσουν ως άτομα’. Ακριβώς η ίδια δήλωση, νομίζω, περιγράφει την θέση ενός σοβαρού αναγνώστη».
Ωστόσο, όλα αυτά αφορούν περισσότερο το ερώτημα γιατί ο κόσμος διαβάζει λιγότερο και όχι γιατί ο κόσμος παρατάει τα βιβλία που διαβάζει ούτε κυρίως γιατί μπορεί κάποιος να παρατάει ένα βιβλίο που του αρέσει. Το μοναδικό επιχείρημα που διάβασα και με κάλυψε ήταν κάτι που ανέφερε ο O’Conell σε ένα άλλο σημείο. «Ο λόγος που δεν τελειώνω τα βιβλία δεν είναι ότι δεν μου αρέσει αρκετά το διάβασμα. Είναι ότι μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν μπορώ να πω όχι. Θα διαβάζω κάτι και θα το απολαμβάνω και μετά θα βρεθώ σ’ ένα βιβλιοπωλείο και θα δω κάτι άλλο που ήθελα να διαβάσω και θα το αγοράσω. Θα αρχίσω να διαβάσω το καινούριο βιβλίο στο λεωφορείο για το σπίτι το ίδιο απόγευμα και αυτό θα είναι το τέλος της αρχικής σχέσης (σ.σ. με το πρώτο βιβλίο).» Πόσο αλήθεια, πόσο τεράστια αλήθεια. Ισως εκεί να παίζει ρόλο το ίντερνετ, από την άποψη όμως της ενημέρωσης σε αυτό το επίπεδο. Κάθε δυο μέρες συναντάω και μια καινούρια λίστα με, για παράδειγμα, 50 βιβλία για το καλοκαίρι ή για τα 75 βιβλία που πρέπει να διαβάσει ένα άνδρας. Αυτό που νιώθω είναι ένας συνδυασμός της επιθυμίας μου για λογοτεχνία και ένα άγχος για το αν θα προλάβω ποτέ να διαβάσω όλα αυτά τα βιβλία. Πλέον νιώθω ότι πρέπει να προλάβω να πάρω έστω και κάτι από όλα αυτά τα βιβλία, να έχω μια ιδέα έστω.
Ή, μια τελευταία σκέψη, οι περισσότεροι αναγνώστες, όπως και εγώ, δυσκολεύονται να μάθουν τι τους αρέσει πραγματικά να διαβάζουν. Αντιμετωπίζουμε χωρίς βάσεις και χωρίς ιδιαίτερη καλλιέργεια μια τεράστια αγορά και αυτό πραγματικά μπορεί να μας μπερδέψει.
Γενικότερα όμως νιώθω πολύ κουρασμένος.
«We don’t necessarily have to think of books we are reading as relationships, they can just as well be casual acquaintanceships» (από το πρώτο άρθρο)
Έχεις δίκιο, Jimmy – δεν τους οφείλουμε τίποτα. Θα προσπαθήσω να τα θυμηθώ όλα αυτά την επόμενη φορά που θα με κουράσει ένα βιβλίο (δεν το έγραφες μια εβδομάδα νωρίτερα και συ..).
Μάλλον θα έπρεπε.
Το πρώτο άρθρο είναι γεμάτο διαμάντια, τουλάχιστον το πρώτο μισό.
Μέχρι τη μέση διάβασα.
Ελα Jimmy παραδέξου το, είσαι αδύναμος χαρακτήρας.
Είσαι ο κλασικός τύπος που θα καπνίζει σε όλη του τη ζωή και ποτέ δε θα κάνει προσπάθεια να το κόψει. Όχι επειδή δε μπορεί αλλά επειδή τρέμει μήπως αποτύχει.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία. Τα αφήνεις στη μέση -ακόμα και αυτά που ευχαριστιέσαι- γιατί φοβάσαι μήπως σε απογοητεύσουν στο τέλος.
Σαν να αφήνεις μια γυναίκα που λατρεύεις στο φόβο μήπως στο τέλος φανεί άπιστη.
Αδύναμε χαρακτήρα -.
Nube, δεν χρειαζόταν να το τελειώσεις..
Jorn, δυνατέ χαρακτήρα, δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με το τέλος. Σπάνια με ενδιαφέρει το τέλος.
Ναι εσένα δε σε ενδιαφέρει το τέλος, σε ενδιαφέρει το ταξίδι. Σαν πας στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να είναι μακρύς ο τρόμος που θα πάρεις.
Σε λίγο θα μας πεις ότι δε σε νοιάζει το φαγητό. Εσύ τρέφεσαι με τέχνη και κόκκινο κρασί.
Πες μας κιόλας ότι σε κατασκοπικά και αστυνομικά που διαβάζεις σε αφήνει αδιάφορο η λύση του μυστηρίου -που, Ω ΝΑΙ, ως δια μαγείας βρίσκεται 90% στο τέλος.
Μισοδουλειάς, αυτό είσαι. Ένας μισοδουλειάς.
Καλά, αυτό είμαι.
Αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι ειδικά ένα καλό αστυνομικό είναι παράλογο να το αφήσεις στη μέση. Εγώ θέλω να πω ότι δεν είναι η πλοκή ρυθιμστικός παράγοντας. Αλλά πού να καταλάβεις εσύ μ’ αυτά που διαβάζεις.
Εαν θες να πεις κάτι να το λες πιο ξεκάθαρα γιατί μπερδευόμαστε.
Εαν σε πλήγωσα, ζητώ συγγνώμη.
Επίσης ο βασικός λόγος της μανιώδης επίθεσής μου ενάντια στο συγκεκριμένο κείμενο είναι ότι αδυνατό να ψυχολογήσω όσους αφήνουν βιβλία στη μέση.
Και μάλιστα ενώ το κάνουν δε θέλουν να φάνε τα δάκτυλα των χεριών τους μέχρι τη μέση από τύψεις.
Εγώ απλά δε μπορώ. Νομίζω ότι εάν το κάνω θα με κυνηγάει σε όλη μου τη ζωή, θα με στοιχειώνει, θα μου ψιθυρίζει να κάνω κακά πράγματα σε άλλους -μα κυριότερα στον εαυτό μου.
Όπως να φάω τα δάκτυλα των χεριών μου μέχρι τη μέση με τα ίδια μου τα δόντια.
Δε με πλήγωσες Jorn Hammerat, ξέρω τι είμαι.
Πρέπει να γίνεις πιο κουλ σε αυτό το θέμα και εγώ το ίδιο. Θα βρεθούμε κάπου στη «μέση».
Καθόλου cool δε θα γίνω. Μετά από αυτή τη συζήτηση οι λίγες πιθανότητες που υπήρχαν να αφήσω βιβλίο στη μέση εξανεμίστηκαν.
Παράθεμα: Φιλοσοφικής Δεσμώτες Vol. 5 « Τα Νέα του Βελγίου
Παράθεμα: Αναμνήσεις από το Hobbiton « Τα Νέα του Βελγίου
Παράθεμα: Αυτά τα διηγήματα κέρδισαν το Νόμπελ | Τα Νέα του Βελγίου
Παράθεμα: Τα πέντε βιβλία του 2013 μου | Τα Νέα του Βελγίου
Πάσχω απο χρόνιες ενοχές, για όλα τα βιβλία που αφήνω στη μέση. Και αυτά είναι πολλά. Έχω κι εγώ το ίδιο θέμα με τα βιβλία που μ αρέσουν και την «παραλληλη ανάγνωση». Με έκανε να νιώσω κάπως καλύτερα που το παθαίνουν κι άλλοι (μάλιστα δεν περίμενα αν το χεις κι εσύ τζιμυ), αλλά εξακολουθώ να έχω ενοχές απέναντι σ αυτά που παράτησα στα κρύα του λουτρού.. Εσύ το χεις καταπολεμήσει;